Γράφει η Σωτηρίου Χρυστάλλα
Σε ευχαριστεί λοιπόν, να με βλέπεις ηττημένη. Χαίρεσαι όταν πέφτω κάτω, όταν δε μου ‘χει μείνει άλλη δύναμη να παλέψω με το θεριό που έχεις αναθρέψει μέσα σου. Κι εγώ τότε ξεσπώ σε κλάματα.
Ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό στους ανθρώπους και δε θα μου επιτρέψω να το καταλάβω και να το αποδεχθώ. Αν θες να δείξεις τη δύναμη και την υπεροχή που πιστεύεις πως έχεις, μη γίνεσαι, λοιπόν τόσο μικρός και λίγος.
Τα ύπουλα χτυπήματα που μοιράζεις απλόχερα στους γύρω σου, να είσαι σίγουρος πως θα ενωθούν και θα επιστρέψουν στα μούτρα σου σα μια μεγάλη, γερή μπουνιά!
Όχι, δεν είμαι οπαδός της εκδίκησης κι ούτε θα γίνω όπως εσύ και να χαρώ με το γκρεμοτσάκισμα που σε περιμένει. Μα η ζωή μου έχει ψιθυρίσει αμέτρητες φορές πως ο καθένας θα πάρει αυτό που του αξίζει. Όσο κι αν αργεί αυτό, όσο κι αν νομίζεις πως τίποτα δε σ’ ακουμπά, να ξέρεις πως κι εσύ θα πονέσεις όπως πόνεσες τους άλλους. Να ξέρεις πως κι εσύ θα καείς όπως άναψες φωτιές.
Και να ξέρεις και κάτι τελευταίο. Η φωτιά που καίει μέσα μου είναι μεγαλύτερη από τις σπίθες του θυμού και του μίσους που μου ρίχνεις απ’ έξω. Κι αναζωπυρώνεται και φουντώνει με τα μποφόρ από πείσμα κι αγάπη! Αυτά είναι τα καύσιμά μου. Με αυτά παίρνω δύναμη, ξαναστέκομαι και προχωρώ μέσα σ’ ένα κόσμο που πλημμυρίζει από όμοια με σένα ανθρωπάκια. Και δίπλα μου αφήνω να περπατούν οι λίγοι που έχουν ήδη καεί, που αγάπησαν τις στάχτες τους κι αναγεννήθηκαν μέσα από αυτές!