Για έναν καφέ, σε μια πλατεία..
Γράφει ο Nickolas M.
– Ένα freddo εσπρέσο μέτριο, αγορίνα.
– Και για μένα μια Fischer.
– Μπύρα τέτοια ώρα ρε θηρίο;
– Σιγά την ώρα ρε, κοντεύει μεσημέρι.
– Ναι, σωστά, για σένα που ξυπνάς από τις 7 λογικό. Εγώ ούτε πρωινό δεν έχω κάνει ακόμα!
– Για σένα είναι η ζωή ρε! Μοντέρνο νιάτο μου εσύ!
– Δε βαριέσαι ρε φίλε. Εσύ τουλάχιστον γυρνάς σπίτι και σε περιμένει η οικογένεια. Πας δυο ωρίτσες παιδική χαρά τα πιτσιρίκια και τα ξεχνάς όλα. Εγώ γυρνάω κι ακούω τη μίρλα της μάνας μου. Ειδικά απ’ όταν παντρεύτηκε κι ο αδερφός μου έχει ξεσαλώσει. «Άντε τί περιμένεις, κοντεύεις σαράντα κι όλο στα μπαράκια και τις καφετέριες γυρνάς, πότε θα βάλεις μυαλό, να δω κι εγώ εγγόνια»!
– Νταξ μωρέ δε σε πήραν και τα χρόνια μην τρελαίνεσαι. Στην τελική σταθερή δουλειά έχεις, δικό σου σπίτι, ωραίο παιδί είσαι, τί αγχώνεσαι;
– Καλά ειδικά αυτό με τη σταθερή δουλειά, γελάει ο κόσμος. Μπάτσο με ανεβάζουν, μπάτσο με κατεβάζουν, ούτε 800€ με τις μειώσεις που μας κάνανε και πρέπει να κάνω 10 νυχτερινά το μήνα για να φτάσω χιλιάρικο. Κι έχεις και τον κάθε καραβανά από πάνω να στα πρήζει. Και κάθε που αλλάζει ο υπουργός ή ο αρχηγός στέλνει τον δικό του κι άντε να μάθεις τα χούγια του από την αρχή.
– Ναι ρε φίλε αλλά δε φοβάσαι μην σε διώξουν τουλάχιστον. Εδώ κοπανιόμαστε 10 και 12 ώρες τη μέρα, κάνουμε 3 και 4 χιλιάδες χιλιόμετρα το μήνα, κυνηγάμε συνέχεια στόχους που δεν πιάνονται και κινδυνεύουμε να μας διώξουν επειδή μπορεί να στραβογάμησε ο γενικός ξέρω ‘γω το προηγούμενο βράδυ. Μας πετάνε το καροτάκι του μπόνους κάθε χρόνο που με τους φόρους δε μένει ούτε ένας μισθός επιπλέον. Άσε με τώρα με δαύτους..
– Και γαμώ τις δουλειές κάνουμε ρε φίλε.
– Γάμησε με μωρέ..
– Άντε εβίβα.
– Γεια μας αδερφέ.
– Το γκαρσόνι καινούριο;
– Ναι, το τρίτο σ’ ένα μήνα.
– Τί έχει πάθει ο Γιαννάρας και τους διώχνει όλους;
– Τους διώχνει; Αγανακτούν και φεύγουν μόνοι τους; Τί να σου πω.
– Τον έπιασε κι η κρίση κι αυτόν.
– Αλίμονο. Θυμάσαι που μετά το σχολείο μαζευόταν όλο το λύκειο εδώ;
– Ξεχνιούνται αυτά;
– Και τα γκαρσόνια μας ξέραν όλους με το μικρό μας. Τον άλλον τον ψηλό ακόμα τον θυμάμαι. Πρώτη Λυκείου πήγαινα, πήγα κι ήρθα Πάτρα πόσα χρόνια, τέλειωσα στρατό κι ακόμα εδώ ήταν.
– Γιατί εγώ; Πήγα κι ήρθα Διδυμότειχο, μετά στον Πρόεδρο, μετά Εφετείο κι ακόμα εδώ ο τύπος. Του έκανα πλάκα ότι στο τέλος ο Γιαννάρας θα τον έκανε συνέταιρο.
– Χμμ. Μπορεί και να ήταν καλή ιδέα τελικά. Λίγο ρευστό δεν θα έβλαπτε. Αυτός είχε μάθει και τον κόσμο και την δουλειά, το πόναγε το μαγαζί. Αλλά…
– Αλλά έπεσαν έξω οι δουλειές, ήρθε κι η κρίση, τα πιτσιρίκια δεν έχουν χαρτζιλίκι για καφέ και τώρα είμαστε μόνοι μας εδώ τα γερόντια και τα λέμε!
– Α στα διάλα ρε που θα με πεις και γέρο!
– Μπουαχαχαχα!
– Άντε γεια μας!
– Εβίβα!
– Τί σκάβουν τα παλικάρια εκεί κάτω;
– Ανάπλαση πλατείας και καλά. Κάτσε, έρχονται κι εκλογές, να μη δείξουμε λίγο έργο;
– Αυτό λες; Ή μπας και σβήσουν οι άσχημες μνήμες;
– Δε σβήνονται αυτά φίλε. Μπορείς εσύ να ξεχάσεις;
– Πώς να ξεχάσεις. Στα χέρια μας έσβησε.
– Τον πούστη τον Αλβανό. Δεκαεφτά χρονών και κουβάλαγε μαχαίρι. Ήταν λέει μεθυσμένος. Το πίστεψες ποτέ;
– Ήταν ρε, δε θυμάσαι, με το ζόρι στεκόταν όρθιος.
– Με το ζόρι, αλλά μια χαρά το κάρφωσε στην κοιλιά του Χρηστάρα και μετά δεν ήξερε, δεν θυμότανε.
– Εγώ θυμάμαι και τη συνέχεια όμως. Που τον περίμενε ο πατέρας μου κάτω απ’ το σπίτι του, μαζί με τον πατέρα του Χρήστου κι όταν κατέβηκε ο πατέρας του Αλβανού να τους ηρεμήσει, του ανοίξανε το κεφάλι με κλωτσιές. Ο συγχωρεμένος ο πατέρας σου τους κάλυψε.
– Το θυμάμαι. Ήταν υποδιοικητής στο τμήμα τότε. Έκανε μια αναφορά που τα μάζευε άρον-άρον και μετά έκανε τα χαρτιά ο ίδιος για να γυρίσουν στην Αλβανία ο μικρός με την μάνα του…
– Τί είχε δει κι αυτός ο έρμος ο κυρ-Γιάννης.
– Άστα. Το χειρότερο ήταν που φέρανε στο τμήμα σηκωτό τον Μητσάρα με τη σύριγγα καρφωμένη στο χέρι. Και πώς να το πει στη μάνα του. Έκανε μέρες να ξανακοιμηθεί.
– Μας είχε γλυτώσει από πολλά. Μου λείπει ο μπαμπάς σου ρε.
– Κι εμένα γαμώτο.
– Άντε ξανά γεια μας.
– Εβίβα.
– Ρε συ γίγαντα..
– Για πες.
– Γιατί ξαναγύρισες;
– Και τί να’κανα;
– Να έμενες Πάτρα ξέρω ‘γω.
– Τι να κάνω ρε με τους μινάρες; Εδώ είναι όλοι. Η μάνα μου, η αδερφή μου, η δουλειά. Εσύ.
– Και για μένα ρε;
– Εμ, τόσα χρόνια είναι αυτά.
– Αλήθεια, πόσα;
– Εικοσιπέντε κλεισμένα, τί θες τώρα, να αισθανθώ γέρος, α παράτα με!
– Τα 2/3 της ζωής μας…
– Εσύ γιατί δεν άραξες Έβρο; Μπορεί να ήσουν και διοικητής τμήματος τώρα.
– Άσε ρε με την Γκατζολία τώρα να πούμε. Όλοι γνωστοί με όλους κι άμα σε δουν με καμιά γκόμενα σε κρεμάνε απ’ τα μανταλάκια. Κι όλες σε βλέπουν σα κελεπούρι με πόδια! Κι όλο «σβήσε μου και καμιά κλήση, κυρ-αστυνόμε μου, στα τσιπουράκια που πίναμε χθες». Να μου λείπει.
– Όλη μας η ζωή γύρω από την πλατεία ρε φίλε.
– Σε χαλάει;
– Δε λέω, έχω τις μνήμες μου, τους ανθρώπους μου, αλλά…
– Ήθελες και κάτι άλλο;
– Ίσως.
– Το είδες και το κάτι άλλο και γύρισες τρέχοντας, θες να στα θυμίσω;
– Όχι, άστο καλύτερα…
– Εμ, για αυτό σου λέω. Αφού εδώ είναι οι ρίζες σου. Δεν είσαι δέντρο να σου κάνουν μεταφύτευση!
– Πώς τα λες ρε μπατσόσκυλο!
– Της θειας σου!
– Της δικιάς σου!
– Αφήστε τις θειάδες σας κι οι δυο και πάρτε μια μπύρα από μένα! Άντε εβίβα!
– Εβίβα Γιαννάρα!
– Στην υγειά σου Γιαννάρα! Κανόνισε να το κλείσεις το μαγαζί με τα κεράσματα!
– Αφού μόνο εσείς έρχεστε ρε! Έννοια σας κι όταν το κλείσω θα κανονίσω ένα πάρτυ σπέσιαλ μόνο για τους τρεις μας μπουαχαχα!! Έφυγα πάω να πλύνω τα ποτήρια σας!
– Είναι όμως και γαμώ τα παιδιά ο πούστης!
– Είναι, αλλά από επιχειρηματίας πάτος! Τεσπά, φεύγω, ωραία κι η κοπάνα από τη δουλειά, αλλά πρέπει να γυρίσω. Τί ώρα δουλεύεις σήμερα;
– Απογευματινός είμαι, πάω να φάω κάτι σπίτι και φεύγω σφαίρα για αρχηγείο.
– Τέλεια, άντε άσπρο πάτο και στις χαρές σου! Και σβέλτα!
– Θα περιμένω να μεγαλώσει λίγο η κόρη σου!
– Σιγά μη δώσω την κόρη μου σε μπάτσο ρεεε!
– ΝΑ ΠΑΣ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟ ΡΕΕΕΕ!
– ΕΣΥ ΝΑ ΠΑΣ ΡΕΕΕΕΕ!!
Πλατεία Αγίων Αναργύρων, ουζερί «Η Πλατεία», 11 το πρωί, ή πώς ένας καφές με τον κολλητό καταλήγει σε κείμενο