Ξέρεις πώς πάει. Όλη μας τη χολή, την κακία, τα νεύρα, τις ανασφάλειες, τα κόμπλεξ, τα βγάζουμε εκεί που μας παίρνει. Εκεί που ξέρουμε ότι ο άλλος θα σκύψει το κεφάλι και δεν θα πει τίποτα. Στους ανθρώπους που μας ανέχονται. Σε αυτούς που επιλέγουν τη σιωπή αντί για τον καβγά.
Τους βλέπουμε σαν εύκολους στόχους. Όχι γιατί δεν έχουν τη δύναμη να μας σταματήσουν, αλλά γιατί μας αφήνουν. Μας αφήνουν να ξεσπάμε, να λέμε πράγματα που ούτε καν εννοούμε, να παίζουμε με την υπομονή τους σαν να είναι δεδομένη. Δεν είναι, αλλά αυτό το καταλαβαίνεις μόνο όταν πια είναι αργά.
Και γιατί μας αφήνουν; Από αγάπη. Από εκείνη την αγάπη που δεν φωνάζει, που δεν απαιτεί, που δεν μπαίνει σε παιχνίδια εξουσίας. Αυτή την αγάπη που κάνει τον άλλον να καταπίνει λόγια, να κρατάει μέσα του τα «φτάνει», να σε κοιτάει στα μάτια και να σου λέει «δεν πειράζει», ακόμα κι όταν όλα πειράζουν.
Κι εμείς; Εμείς συνεχίζουμε. Νομίζουμε ότι ξεγελάμε. Ότι δεν καταλαβαίνουν. Αλλά ξέρουν. Ξέρουν τα πάντα. Βλέπουν πίσω από τη μάσκα μας. Ξέρουν ότι ο θόρυβος που κάνουμε είναι απλώς μια προσπάθεια να καλύψουμε το κενό μας. Ξέρουν ότι οι κατηγορίες και τα ξεσπάσματα είναι η άμυνά μας απέναντι σε όσα δεν αντέχουμε να παραδεχτούμε.
Ξέρουν. Αλλά δεν μιλάνε. Δεν απαντάνε. Όχι γιατί είναι αδύναμοι, αλλά γιατί είναι δυνατοί. Γιατί μας αγαπούν περισσότερο απ’ όσο αγαπάμε εμείς τον εαυτό μας. Και κάνουν υπομονή. Κάνουν υπομονή γιατί ελπίζουν. Ελπίζουν πως κάποια στιγμή θα δούμε την αλήθεια.
Μόνο που αυτή η υπομονή δεν είναι ανεξάντλητη. Κάποια στιγμή, ακόμα και οι πιο καλοί, οι πιο υπομονετικοί, φεύγουν. Όχι γιατί μας μίσησαν. Αλλά γιατί δεν αντέχουν να μας βλέπουν να γινόμαστε κάτι που δεν θα αντέχαμε ούτε εμείς οι ίδιοι. Φεύγουν γιατί αγαπούν αρκετά για να μας αφήσουν να δούμε πώς είναι να μένεις μόνος σου με το βάρος του εαυτού σου.
Κι όταν το κάνουν, η σιωπή τους θα σου πει όλα όσα δεν είπαν ποτέ. Όλα όσα φοβήθηκες να ακούσεις. Και τότε θα καταλάβεις ότι δεν ξεγέλασες κανέναν. Απλώς σου άφησαν το περιθώριο να ξεγελάσεις για λίγο τον εαυτό σου.