Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Πρέπει να ακουμπήσεις στο μάγουλο της σαγήνης, να δελεάσεις τον έρωτα και να μακελέψεις τον εγωισμό.
Μόνο τότε θα είσαι βαθιά ερωτευμένος.
Πιο βαθιά να μην υπάρχει, μόνο έτσι.
Ο έρωτας που διαχέεται απ’ το αίμα σου.
Ο έρωτας που μπήγει το μαχαίρι βαθιά στην καρδιά σου.
Ο έρωτας που λες δεν υπάρχει, δεν μπορεί να είναι τόσο δυνατός.
Ο έρωτας που σε διακατέχει όλη μέρα κι όλη νύχτα.
Γιατί δεν μπορείς να κοιμηθείς αν δεν τον σκεφτείς, δεν μπορείς να ξυπνήσεις και να μην είναι η πρώτη σου σκέψη.
Η πρώτη και η τελευταία.
Όχι πως δεν τον σκέφτεσαι όλη μέρα, αλλά δεν περνάει δευτερόλεπτο που δεν υπάρχει στο μυαλό σου.
Σε ένιωσα τόσο απ’ την πρώτη στιγμή, απ’ την ώρα που με κοίταξες στα μάτια.
Σε νοιώθω τόσο δυνατά που όλη μέρα χτυπάει η καρδιά μου ακατάπαυστα.
Τα θέλω μου όλα χτυπημένα στα κόκκινα, σαν το κραγιόν που φοράω πάντα για να σε θυμάμαι.
Γιατί η δική σου αγκαλιά είναι η γέννησή μου, η ανάσα μου, η πνοή μου.
Πώς να γυρέψω άλλη αγκαλιά όταν η δική σου μ’ εξουσιάζει;
Πώς να χωρέσω σ’ άλλο σώμα, μ’ ακούς;
Πώς να εξουσιάσω το κορμί μου που όλη μέρα σε ζητάει;
Πώς να μυρίσω άλλο κορμί όταν το άρωμά σου έχει ποτίσει μέχρι τα μηνίγγια της ψυχής μου;
Γιατί δεν ξεφεύγεις απ’ την σκέψη μου, δεν φεύγεις απ’ τα μάτια μου, δεν φεύγεις από μέσα μου.
Είσαι μέσα μου βαθιά κι ακολουθείς τις φλέβες μου.
Δεν υπάρχει κόσμος χωρίς εσένα, μ’ ακούς;
Θα ‘ρθω να με περιμένεις.
Θα ‘ρθω, γιατί κανείς άλλος δεν ξέρει να μ’ αγαπάει όπως εσύ!