Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Αν δεν με θαυμάζεις ακριβώς για αυτό που είμαι, τι να σε κάνω;
Αν στα πιο τρέλα μου όνειρα, που με κάνουν να σκιρτάω, εσύ απαντάς με στείρα λογική, τι να σε κάνω;
Αν στα τρομαγμένα δεν μπορώ μου, εσύ δεν μου απαντάς, “μπορείς, γιατί πιστεύω εγώ σε εσένα”, τι στην ευχή να σε κάνω, μου λες;
Δεν χωράει στο ίδιο σπίτι μάτια μου, ένας λογικός με ένα τρελό κι ας λένε κάποιοι, πως ο ένας συμπληρώνει τον άλλο, ψέματα είναι.
Ας λένε κάποιοι πως τα ετερώνυμα έλκονται, αυτό είναι μια μεγάλη μπούρδα και τίποτα παραπάνω.
Γι’ αυτό σου λέω, αν εγώ σου φτιάχνω όμορφα παραμυθία κι εσύ τους βάζεις δράκους.
Αν εγώ σου φτιάχνω κήπους κι εσύ ρίχνεις τσιμέντο.
Αν εγώ σου ανοίγω δρόμους κι εσύ δεν τους πιστεύεις.
Αν εγώ σου δίνω αισθήματα κι εσύ μου τα μετράς σε μέτρα και κιλά, λες κι είναι εμπόρευμα τα αισθήματα.
Αν εγώ αγάπη μου, δεν υπολόγισα ποτέ τις αποστάσεις για να φτάσω ως εσένα κι εσύ υπολογίζεις κάθε τι που υπάρχει γύρω σου, απόλυτα και μαθηματικά, δεν είσαι εσύ για μένα, ούτε κι εγώ για σένα, ας μην το κουράζουμε.
Για εσένα είναι εκείνοι, οι σοβαροί, που έχουν ένα κομπιουτεράκι μόνιμα στο χέρι και κάνουν πράξεις για να δουν αν τους συμφέρει. Και για μένα είναι οι άλλοι, οι σαλεμένοι, που σιχαίνονται τους αριθμούς και τους κανόνες.
Για εσένα είναι εκείνοι, οι ατσαλάκωτοι, που σκέφτονται πολύ προτού μιλήσουν. Και για μένα είναι οι άλλοι, οι αδιόρθωτοι, που λένε ότι σκέφτονται κι ας έχει κόστος.
Για σένα δεν κάνω εγώ, γιατί εγώ τα λάθη μου τα έχω όλα στο φως και δεν τα κρύβω, ούτε τα ντρέπομαι.
Δεν είμαι εγώ για σένα, γιατί εγώ έχω μάθει να αγαπάω κι όχι να μετράω. Γιατί εγώ έχω μάθει να ξαμολάω ατίθασα τις λέξεις μου κι εσύ ψάχνεις να δεις αν έβαλα σωστά τους τόνους κι όχι τι λέω. Γιατί εγώ έχω μάθει να κάνω υπομονή για ότι αξίζει κι εσύ τα θες όλα στην ώρα τους και στην σωστή σειρά τους. Γιατί έμενα με κουράζουν οι σιωπές κι εσύ ξέρεις μονάχα να σωπαίνεις και τίποτε άλλο.
Ας μην το κουράζουμε άλλο αγάπη μου λοιπόν και θα στο πω στην γλώσσα σου που την καταλαβαίνεις, στα μαθηματικά σου…
Δεν έχουν θέση, ούτε και τύχη, δυο άνθρωποι με λογικές παράλληλες που δεν εφάπτονται ποτέ. Δεν έχουν θέση, ούτε και τύχη, ένας που ξέρει να προσθέτει κι ένας που μόνο αφαιρεί. Δεν έχουν καμία θέση κι ούτε καμία τύχη, ένας που πολλαπλασιάζει αισθήματα με έναν που τα παίρνει και τα διαίρει.
Αν δεν με θαυμάζεις ακριβώς για αυτό που είμαι, τι να σε κάνω;
Αν στα πιο τρέλα μου όνειρα, που με κάνουν να σκιρτάω, εσύ απαντάς με στείρα λογική, τι να σε κάνω;
Αν στα τρομαγμένα “δεν μπορώ” μου, εσύ δεν μου απαντάς, “μπορείς, γιατί πιστεύω εγώ σε εσένα”, τι στην ευχή να σε κάνω, μου λες;