Αν δε σκοπεύεις να βουλιάξουμε μαζί, άδειασε μου τη γωνιά…
Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.
Πέρασε ο καιρός, παιχνίδι αλλιώτικο που χάθηκε στο φως, τα μεσημέρια, μίλα μου..
Η φωνή της Πρωτοψάλτη γεμίζει την σιωπή μας.
Την σιωπή που εσύ επικαλείσαι κι εγώ αρνούμαι.
Μια σιωπή πιο εκκωφαντική από κάθε λέξη που έχουμε πει.
Μια σιωπή που δεν κρύβει τίποτα, μόνο εκθέτει.
Αλήθεια, σκέφτηκες ποτέ πόσο μπορεί να σε εκθέσει μια σιωπή;
Οι λέξεις που δεν θα πεις. Τα ανείπωτα που δεν θα ξεστομίσεις. Ξέρεις πόσος κόπος χρειάζεται για να κρατήσεις την σιωπή σου την στιγμή που μέσα σου γίνονται συνεχόμενες εκρήξεις;
Ξέρεις πόσες μνήμες πρέπει να επικαλεστείς για να επαναλαμβάνεις στον εαυτό σου σαν μάντρα αυτά που δεν θες να ξεστομίσεις και να τα καταπίνεις ένα ένα;
Σαν το πιο πικρό χάπι..
Θα σου πω λοιπόν.
Η σιωπή δεν κρύβει τίποτα. Η σιωπή μιλάει και τα λέει όλα.
Λέει τα κατηγορώ, ρωτάει γιατί και περιμένει μια απάντηση.
Η σιωπή δίνει χρόνο όχι στον άλλο για να προετοιμάσει το παραμύθι του και να το πει. Το ξέρεις καλά άλλωστε το παραμύθι. Το έχεις ακούσει σε πολλές εκδοχές.
Η σιωπή δίνει σε εσένα το χρόνο να δώσεις άλλοθι. Δικαιολογίες. Ευκαιρίες.
Κι εσύ μετράς αντίστροφα το χρόνο. Διαλέγεις το ρυθμό κι άλλοτε επιταχύνεις, άλλοτε πας βήμα σημειωτόν και περιμένεις.
Η γραμμή τερματισμού είναι εκεί. Την βλέπεις. Κι εκείνη σε βλέπει.
Και συνεχίζεις να μετράς. Αντίστροφα για το τέλος.
Και μέσα σου παρακαλάς για μια λέξη.
Μια λέξη είναι αρκετή.
Μια λέξη φτάνει για να κάνει κομμάτια την κλεψύδρα.
Μια λέξη φτάνει για να επιταχύνεις προς την γραμμή του τέλους.
Μια λέξη είναι αρκετή για να παγώσει το χρόνος.
Δεν υπάρχει σωστή και λάθος λέξη το ξέρεις;
Δεν υπάρχει τίποτα μέσα στις λέξεις που να πειράζει.
Κάθε λέξει κουβαλάει αυτό που νιώθεις.
Κάθε λέξη για να φτάσει στην άκρη των χειλιών και να γίνει ήχος έχει περάσει από χίλιες διεργασίες. Έχει περάσει μέσα από μηχανισμούς, έχει διορθωθεί, έχει επαναστατήσει, έχει θαφτεί κι έχει αναστηθεί.
Και μετά, γίνεται ήχος.
Κι η σιωπή σπάει.
Γίνεται χίλια κομμάτια. Η δύναμη της κάθε λέξης είναι ανάλογη της διαδρομής που έχει διανύσει για να φτάσει στα χείλια.
Και μετά;
Τι γίνεται μετά; Τι γίνεται όταν η σιωπή δεν υπάρχει πια να δώσει άλλα άλλοθι;
Τώρα η σύγκρουση είναι μετωπική.
Κανείς δεν μπορεί να κάνει πίσω.
Κανείς δεν μπορεί να προσποιηθεί άλλο.
Σπάει η σιωπή, σπάνε κι οι μάσκες μας.
Σπάμε κι εμείς σε χίλια κομμάτια.
Μια λέξη αρκούσε να τα παγώσει όλα.
Μια λέξη διάλεξες να τα κάψει όλα.
Κι είναι εκείνη η στιγμή που τα όρια δεν υπάρχουν. Είναι εκείνη η στιγμή που το λίγο, το περίπου, δεν αρκεί. Είναι εκείνη η στιγμή που η επιλογή δεν είναι κάπου στην μέση.
Είναι ή μέσα ή έξω.
Λόγια λίγα πια. Μετρημένα. Λέξεις που βαραίνουν κάθε που ξεστομίζονται.
Δεν υπάρχει άλλος χώρος για τους πολλούς. Δεν υπάρχει άλλος χώρος για τα πολλά. Κι αυτό το περίπου συναίσθημα, περίπου κάτι που διατηρούσε την φλόγα, τώρα θες να γίνει πυρκαγιά και να μην αφήσει τίποτα όρθιο.
Δεν υπάρχει ζύγι στο συναίσθημα. Δεν μπορώ να σ’ αγαπάω λίγο ή πολύ. Τι θα πει πολύ και τι θα πει λίγο. Μετράει αλλιώς η προδοσία αν έχεις αγαπήσει λίγο;
Δεν θα σου επιτρέψω να με συνηθίσεις.
Μπορείς να συνηθίσεις τις λέξεις μου, τις εκφράσεις μου, ακόμα και τις σιωπές μου.
Αλλά εγώ, συνήθεια δεν θα γίνω.
Από την συνήθεια, προτιμώ το καθόλου.
Κι από το συμβιβασμό και την ρουτίνα, προτιμώ τον πόνο του αποχωρισμού.
Κι από εκείνη την κινούμενη άμμο που μπήκαμε κι οι δυο κρυφά μέσα μια νύχτα, δεν με νοιάζει να βγω αν είναι να μείνεις. Δεν με νοιάζει αν θα μείνεις κρυφά ή φανερά. Με νοιάζει να είσαι εδώ. Όλος. Ολόκληρος.
Μα αν δεν έχεις λόγο να μείνεις, αν δεν σκοπεύεις να βουλιάξουμε μαζί σε όλα τα πιθανά και τα απίθανα, τότε άδειασέ μου την γωνιά κι άσε το χώρο άδειο.
Στα βήματα που περπατάω, το μόνη δεν το φοβήθηκα ποτέ.
Ούτε και τον πάτο τον φοβήθηκα ποτέ.
Ξέρεις τι μαγκιά έχει ο πάτος μέσα του;
Ξέρεις τι μαγκιά θέλει να σε συναντάει στο τίποτα και να γίνεται η σταθερά σου για να πατήσεις πάνω και να πάρεις δύναμη για να βγεις στην επιφάνεια;
Λίγο, πολύ, περίπου, έτσι κι έτσι, χλιαρές, άχρωμες και άνοστες λέξεις.
Δεν γεμίζουν το στόμα, δεν φτάνουν καν μέσα στην ψυχή.
Τι με κοιτάζεις, μ’αυτά τα μάτια, αυτό που ζήσαμε σκοτάδι και μας πνίγει. Εσύ μια κούκλα στα σκαλοπάτια, κι εγώ τρενάκι, που δεν πρόκειται να φύγει!
Δεν έχει ζύγι μάτια μου το τώρα.
Ή εδώ… ή έξω από εδώ.
Εγώ μένω, ανάμεσα στο «εδώ» σου και το κενό που θα αφήσεις φεύγοντας.
LoveLetters