Γράφει ο Δημήτρης Ξυλούρης
Δεν ήρθες ήσυχα. Δεν μπήκες διακριτικά στη ζωή μου. Όχι, εσύ ήρθες σαν καταιγίδα. Σάρωσες ό,τι υπήρχε – φόβους, αμφιβολίες, όλα αυτά που νόμιζα ότι με κρατούσαν ασφαλή. Και ξέρεις κάτι; Ήταν το καλύτερο που μου συνέβη ποτέ.
Δεν ήμουν έτοιμος για σένα. Δεν ήμουν έτοιμος να δω τα τείχη μου να πέφτουν, να νιώσω τον κόσμο μου να γυρίζει ανάποδα. Εσύ όμως δεν περίμενες. Ήρθες με εκείνο το βλέμμα που δεν σήκωνε αμφισβήτηση, με εκείνη την ενέργεια που έμοιαζε με ηλεκτρικό ρεύμα. Και ξαφνικά, ό,τι ήξερα έγινε καπνός.
Με ανάγκαζες να κοιτάξω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, να δω τα κενά που προσπαθούσα να κρύψω. Με έκανες να νιώσω ζωντανός, ακόμα κι όταν πονούσα. Δεν ήταν εύκολο. Δεν ήταν πάντα όμορφο. Αλλά ήταν αληθινό. Κι αυτό είναι που μετράει.
Ξέρεις τι είναι το πιο τρελό; Ότι δεν με νοιάζει τι θα γίνει μετά. Δεν με νοιάζει αν θα μείνεις ή αν όλα αυτά είναι περαστικά. Γιατί, με κάποιο τρόπο, μου έδειξες ότι μπορώ να νιώσω έτσι. Ότι μπορώ να ζήσω, να αγαπήσω, να καώ αν χρειαστεί.
Είσαι η καταιγίδα που άλλαξε τον κόσμο μου. Και ναι, με τρόμαξες. Με έσπασες. Αλλά ταυτόχρονα με έκανες καλύτερο. Και όσο κι αν μου αρέσει να κρατώ έλεγχο, αυτή τη φορά είμαι χαρούμενος που τα σάρωσες όλα.
Ήσουν το χάος που χρειαζόμουν για να ξυπνήσω. Και, αν με ρωτάς, δεν θα το άλλαζα με τίποτα.