Γράφει η Αναστασίου Ηρώ
Υπάρχει ένα συναίσθημα εκεί στο πολύ, που δεν μπορείς να περιγράψεις.
Είναι τόσο πολύ που σου κόβονται τα γόνατα, σου.
Είναι τόσο πολύ που δεν βρίσκεις λέξεις να το περιγράψεις.
Πώς να πεις σε θέλω τόσο πολύ που δεν μπορώ να αναπνεύσω;
Με ποια λέξη να το περιγράψεις αυτό το τόσο πολύ;
Ποια λέξη να το μεταμορφώσει σε εικόνα;
Και μένεις στις λέξεις που μπορείς, χωρίς να μεταμορφώσεις το βάθος του συναισθήματος.
Γιατί όταν το συναίσθημα είναι τόσο βαθύ μυρίζει θάνατο και ανάσταση.
Τη μια πεθαίνεις, τη μια ανασταίνεσαι.
Γιατί πεθαίνεις στην αγκαλιά του.
Πεθαίνεις μ’ ένα τρόπο που δεν μπορείς να περιγράψεις.
Γιατί κάθε φορά θες να ξαναγεννιέσαι στα χέρια του.
Γιατί η κάθε φορά είναι σαν πρώτη φορά.
Τότε που σκιρτούσες για την συνάντηση, τότε που τον ονειρευόσουν.
Και τρομάζεις με το συναίσθημά σου, γιατί όχι μόνο δεν μπορείς να το ονομάσεις, δεν μπορείς να το γράψεις, δεν μπορείς να νιώσεις τον φόβο σου.
Τον φόβο που σε κατακλύζει όταν νοιώθεις τόσο βαθιά, τόσο μεστά, τόσο επώδυνα.
Πώς να περιγράψω την λαχτάρα μου για σένα, πες μου πώς;
Έχεις ακούσει ποτέ λαχτάρα να ουρλιάζει απ’ τον πόνο της προσμονής;
Έχεις πιάσει στα χέρια σου τον ήχο της;
Θα σου συντρίψει τα κόκαλα η κραυγή της.
Πώς να χωρέσω στην ψυχή μου το συναίσθημα που με κατακλύζει;
Μακριά σου ματώνω τρελό μου.
Σε θέλω!