Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Γράφω κι ας μην το βλέπεις.
Γράφω για να ηρεμεί η φωνή μου.
Νιώθω την έλλειψη σου μέχρι το κατακάθι της ύπαρξής μου, αλλά τώρα γνωρίζω καλά ότι αυτό θα μ’ακολουθεί και θα με συντροφεύει.
Γιατί η καρδιά μου σου ανήκει, όπως και το γιασεμί της ψυχής μου.
Είναι το δικό μας γιασεμί, αυτό που θα φοράμε πάντα για να μην νιώθουμε μόνοι.
Κάποιοι γεννήθηκαν για νά’ναι μόνοι, μόνο έτσι ησυχάζει το Θεριό που κρύβουν στα στήθια τους, παρέα με την σκιά τους στον τοίχο.
Στον τοίχο που έχτισαν για τον εαυτό τους.
Μα “έλα να πετάξουμε μαζί κι ας πέσουμε. Έλα να με βρεις πριν να’ναι αργά..”
Σπάραζα μες στα χέρια σου κάθε φορά που σε συναντούσα.
Και δεν ήθελα πολλά.
Το μόνο που ήθελα ήταν νά’ρθεις και να μου πεις σ’αγαπώ.
Ένα σ’αγαπώ απ’το στόμα σου διάολε.
Ένα σ’αγαπώ που θα χτενίσει την αντοχή μου και θα ηρεμήσει το μέσα μου.
Όχι αυτό που ακούω κάθε μέρα, αλλά αυτό που σπαράζει μέσα σου και τα κάνει όλα πουτάνα.
Δεν θέλω χλιαρές αγκαλιές, δεν θέλω ψιθύρους.
Θέλω κραυγές, ιαχές, απ’αυτές που σου κόβουν την ανάσα.
Αυτές που μαρτύρησα πάνω στο κορμί σου.
Αυτές που δεν αρνήθηκα ποτές μου, αυτές που με καταδιώκουν.
Αυτές που άντεξαν το βάρος της οργής μας.
Έσπασε η σκέψη μου, τροφή στα αζήτητα υπάρχοντά μου.
Μ’εκείνη την οργή που “σ’αγάπησε” παρέα, μ’εκείνο το σπάσιμο σαν θρόμβο που ανασαίνει.
Χρειάστηκα οργή για να σ’αγαπώ, γιατί μόνο έτσι σε άγγιζα.
Κι αν δεν συνθηκολόγησα ποτέ μαζί της είναι γιατί η καρδιά μου την άκουγε ψιθυριστά, σαν ένα ψίθυρο ακατάπαυστο.
Και την αφήνω για να μπορώ να σ’αγγίζω, να γίνομαι χίλια κομμάτια και να εισχωρώ μέσα σου.
Οργισμένη, σπασμένη, μα δική σου, σαν σκέψη, σαν ανάμνηση, σαν οργή!