Έναν έρωτα, να με κάνει να (σε) ξεχάσω ψάχνω
Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης
Αυτά τα μάτια σου.
Κάθε φορά. Όλες τις φορές.
Κάθε φορά που τα βλέμματά μας συναντιούνται, μεταφέρομαι σε έναν κόσμο που υπάρχεις μόνο εσύ.
Ό,τι και αν παλεύω να κρύψω, μοιάζει αδύνατο όταν στέκεσαι μπροστά μου. Η πιο ενδιαφέρουσα συζήτηση μεταξύ μας, η εκκωφαντική σιωπή που ακολουθεί.
Μέσα από αυτήν την σιωπή, ακούω όλα αυτά που έχω ανάγκη να ξέρω. Όλα αυτά που έρχονται και δίνουν απαντήσεις στα ερωτήματα που μου δημιουργούνται όταν αποφασίζω να φύγω από εσένα.
Τότε που η φωνή σου μοιάζει σαν τη μόνη γιατρειά.
Ταυτόχρονα αυτή η γιατρειά, η καταστροφή μου. Η λογική μου κομματιάζεται στη θύμησή σου και νικάει το δαιμόνιο της σύγκρισης. Κάθε ζύγισμα, αποβαίνει υπέρ σου. Θύμισες, σαν διεύθυνση για τη βιαστική συνάντηση ανεξόφλητου με πεπρωμένο.
Η θύμησή σου, σαν φάντασμα, με στοιχειώνει και με φυλακίζει στα δεσμά σου. Παλεύω να δραπετεύσω μα, λίγο πριν το καταφέρω, εμφανίζεσαι πάλι και με οδηγείς πίσω στη φυλακή μου. Εκεί που δεν πλησιάζει κανείς. Μα και να πλησιάσει, δε βρίσκει τον κατάλληλο συνδυασμό για να με ελευθερώσει. Μόνο εσύ ξέρεις τον κώδικά μου.
Επιλέγεις να ξημερώνεις σε άλλα χέρια. Να βιώνεις τον έρωτα στη μορφή κάποιας άλλης. Χωρίς να υπολογίζεις πως έχεις ήδη διατελέσει το μεγαλύτερο αμάρτημα του έρωτα, την αδιαφορία. Αδιαφορία σε όλα τα «θέλω» σου για εμάς, μετατρέποντάς τα σε φόβους κι ανασφάλειες.
Στα ίσα μαλάκες, με τον εγωισμό αγκαλιά, πήραμε φόρα και δώσαμε μια κλωτσιά σε όλα αυτά που προσπαθούσαμε μαζί. Πορευτήκαμε σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Αναζητήσαμε άλλους έρωτες για να μας συντροφεύουν.
Τώρα στο ίδιο σταυροδρόμι που τότε χωρίσαμε τους δρόμους μας, ξανασυναντιόμαστε και σκέφτομαι τι καταφέραμε άραγε.
Εσύ φόρεσες την ταμπέλα της σχέσης, που σου χαρίζει την τροφή που χορταίνει την αυτοεκτίμησή σου κι επέστρεψες να σαρώσεις για άλλη μία φορά με το πέρασμά σου και να λειτουργήσεις όπως έμαθες, ή συνήθισες.
Εγώ, σιχάθηκα την εύρεση ενός έρωτα πιο δυνατού και ιδανικού από του δικού σου. Αφού εγώ σε έχω πλάσει, εγώ σε έχω δημιουργήσει έτσι, ώστε να ταιριάζεις σε αυτό που έχω φανταστεί να έχω.
Βρήκα τα αρχίδια κι ήρθα να το μάθεις.
Όσο εσύ ταξίδευες με προορισμό το καινούργιο σου λιμάνι, εγώ πάλευα σε σαράντα κύματα. Καταιγίδες και φουρτούνες στο μυαλό, η λογική να κολυμπάει σε βαθιά νερά και να μην έχω τη δύναμη να τη σώσω. Εσύ πάλι να εμφανίζεσαι από το πουθενά και να απομακρύνεις κάθε σωσίβιο που ενσάρκωνε η παρουσία κάποιου άλλου στη ζωή μου.
Έμεινα λοιπόν να βαλτώνω σε θολά νερά.
Σε αυτήν την απρόσμενη χρονικά, συνάντηση μας, η κινητήριος δύναμη που αναβλύζει από μέσα μου θα σου κάνει γνωστά όλα όσα ίσως φαντάστηκες πως τότε ήθελα.
Έτσι θα ξέρω πως δε δείλιασα και δεν επέτρεψα κανένα φόβο να με νικήσει. Λάφυρό μου, το βίωμα της γνώσης του να παρασύρεσαι, να αποπροσδιορίζεσαι, να καθηλώνεσαι μέσα από ένα ζευγάρι μάτια.
Το βίωμα της καύλας του να γαμάς από έρωτα.
Το βίωμα της αυτοκαταστροφής, όπου καμία λογική δεν αγγίζει το συναίσθημα που σου δημιουργεί.
Αν έχεις αποφασίσει, λοιπόν, να αράξεις στο λιμάνι που βρήκες, ρίξε την άγκυρα κι εγώ θα σου κουνήσω και το μαντήλι. Θα σου ευχηθώ «καλό ταξίδι» και θα σε ευχαριστήσω για την εμπειρία που μου χάρισες.
Μόνο να μου το κάνεις γνωστό. Διότι σε αυτή τη φάση δεν έχω την κρίση να ξεχωρίσω το «λίγο» σου από το «πολύ».
Όλοι αξίζουμε έναν αμοιβαίο έρωτα, έστω για μία φορά στη ζωή μας. Σε αυτόν επιτρέπω να τα σαρώσει όλα στο πέρασμά του.
Αν όμως οι μεγαλύτεροι έρωτες κοιμούνται σε διαφορετικά κρεβάτια, φρόντισε εσύ μαλακισμένο με το τόξο, τα βέλη σου να σημαδέψουν σωστά και τους δύο.