Γράφει η Τζένη Γιαννοπούλου
Τα άκουγα στο αμάξι, λίγο πριν χωρίσουμε και μετά όταν χωρίσαμε. Στη διαπασών. Όχι για να κρύψω το κλάμα μου, αλλά για να το νιώσω ολόκληρο. Το κλάμα μου αναμειγνυόταν με τη φωνή μου που τραγουδούσε δυνατά. Το ένιωθα μέσα μου, κάθε νότα σαν να μιλούσε για όσα δεν μπορούσα να σου πω.
Άλλες φορές τα άκουγα αργά τη νύχτα, μπροστά στον υπολογιστή, με τα ακουστικά, για να μη με ακούσουν τα παιδιά. Ήσουν πάντα εκεί, μέσα σ’ αυτά τα τραγούδια, σαν σκιά που δεν ήθελε να φύγει.
Κάθε φορά που ακούω εκείνα τα τραγούδια ξυπνάει μέσα μου ό,τι ονειρευόμουν για εμάς. Τις πρωινές στιγμές με τα παιδιά να γελάνε γύρω μας, τις αγκαλιές μας στον καναπέ, τις κουβέντες που θα κρατούσαν την οικογένεια ενωμένη. Τον άνθρωπο που νόμιζα ότι θα γερνάμε μαζί, τα παιδιά μας που θα ένιωθαν ασφάλεια και ζεστασιά, και τα χαμόγελά τους που πίστευα ότι θα ήταν πάντα δίπλα μας.
Κι όμως, τα ίδια αυτά παιδιά μεγάλωσαν με τραύματα. Από την απουσία σου, από τα κενά που άφησες ακόμα και όταν ήσουν εκεί. Και ναι, τραύματα κι από μένα, από τη μάνα που πάλευε να σταθεί στα πόδια της, που έδινε όλη της την αγάπη και τη δύναμη και, χωρίς να θέλει, τους πόνεσε παλεύοντας να τα προστατεύσει. Έπρεπε να φροντίσω να μην τους λείψει τίποτα, κυρίως συναισθηματικά, να καλύψω τα κενά σου, να γίνω και πατέρας και μητέρα μαζί, χωρίς να κλάψω ποτέ για μένα.
Μου θυμίζουν τον πόνο, την πίκρα, όλα όσα χάθηκαν και δεν ξαναγυρίζουν. Κι ας έχω προχωρήσει, ας έχω σταθεί ξανά στα πόδια μου, εκείνο το κομμάτι που χάθηκε μαζί σου μένει πάντα μέσα μου. Κάθε φορά που παίζει ένα από αυτά τα τραγούδια, η καρδιά μου ανατριχιάζει, σαν να ξαναζώ για λίγο όλα τα όνειρα, τις ελπίδες και τον πόνο που νόμιζα ότι θα μοιραζόμασταν μαζί. Και νιώθω ξανά όσα έπρεπε να παλέψω για να προστατέψω τα παιδιά μας.
Και θέλω να ξέρεις κάτι. Τα παιδιά μας μεγάλωσαν. Εγώ στάθηκα όρθια. Εσύ; Έμεινες μόνος με την απουσία σου, με την ανικανότητα σου να κρατήσεις ό,τι εμείς κρατήσαμε ζωντανό.
