Γράφει η Στέλλα Γρηγοροπούλου
Έλεγες πως μύριζα αγάπη.
Έλεγες πως θύμιζα κάτι από έναν άλλο κόσμο και πως κατέβηκα μόνο για να σ’ αγαπήσω και να μείνω εκεί. Δίπλα σου κολλημένη να σου παίρνω όλα τα άσχημα και να σου δίνω αγάπη.
Με κοιτούσες σαν να μην είχες ποτέ σου ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Κάτι που να μην έμοιαζε με ανθρώπινο ον, σαν κάτι από τα παραμύθια. Τα παραμύθια της γιαγιάς παρμένα από άλλες εποχές.
Εκείνα τα μάτια σου τα μαρτυρούσαν όλα. Έλεγαν όλα όσα δεν είχαν πει ποτέ τα χείλη σου.
Κολλούσες πάνω μου σαν μαγνήτης δίχως να με αφήνεις να παίρνω ανάσα πολλές φορές, μόνο και μόνο για να με νιώθεις πάνω σου, για να μη σου φύγω.
Έλεγες πως τα μαλλιά μου μύριζαν μετάξι, σαν εκείνο των πριγκιπισσών, μοναδικό και ατόφιο που όμοιο του δεν υπήρχε.
Πως τα μάτια μου ήταν τα ρουμπίνια σου και πως άξιζαν τα χρυσάφια όλου του κόσμου. Του δικού σου κόσμου!
Έλεγες πως θα με κλείσεις μέσα στην αγκαλιά σου, το πιο όμορφο παλάτι της γης και πως θα με κρατήσεις εκεί μόνο για εσένα.
Έλεγες και ξαναέλεγες πως μ’ αγαπάς και πως δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς εμένα.
Μετά;
Μετά σιωπή…
Ένα μεγάλο γιατί πλανάται πάνω από το παλάτι σου.
Ακόμα και ο βοριάς που λυσσομανούσε σώπασε. Σαν να τα μάζεψε όλα και να τα πήρε μαζί του στα πέρατα της γης.
Έφυγες χωρίς γιατί, χωρίς καν να πεις όλα εκείνα που έλεγες και ξαναέλεγες με τόση φλόγα και απαράμιλλο πάθος.
Το γιατί ακόμα υπάρχει εκεί και περιμένει, δίχως καμία απάντηση, στον αέρα, στα σύννεφα, στον ουρανό.
Έλεγες…
Έπαψε η αγάπη!