Γράφει η Πράξια Αρέστη
Άραγε πότε θα σε ξαναδώ;
Όταν φεύγεις κάθε μου κυττάρο μου σου φωνάζει μείνε, όμως το στόμα μου τίποτα δε λέει. Με το ζόρι το μυαλό καταφέρνει να δώσει εντολή στο σώμα να σε αποχαιρετήσει δείχνοντας ατάραχο.
Και η τελευταία ματιά που σου ρίχνω, η πιο μεγάλη είναι ήδη γεμάτη νοσταλγία.
Όταν σε βλέπω να φεύγεις ήδη σκέφτομαι πόσο θα μου λείψεις, ήδη αρχίζω να φοβάμαι ότι δε θα σε ξαναδώ για μέρες ή μήνες.
Σου λέω μόνο να προσέχεις και σ’ αποχαιρετώ, ενώ μέσα μου ουρλιάζω “μείνε λίγο ακόμα, μείνε, γιατί δεν ξέρω πότε θα σε ξαναδώ”. Και όταν πια έχεις φύγει, μπορώ να χαμογελώ όλη μερα που σε έζησα και να κλαίω όλη νύχτα που δεν ξέρω πότε θα σε ξαναζήσω. Που δεν ξέρω πώς να εξηγήσω στο σώμα μου ότι ήταν μόνο μια στιγμή στο χρόνο κι ότι θα πρέπει να συνηθισεί και πάλι χωρίς να σε νιώθει. Μα ότι κι αν πεις στο σώμα, αυτό πάλι ασθενεί. Όσο κι αν πολεμάς με το μυαλό σου να δεχθεί την απουσία, αυτό θυμώνει, αγριεύει, νιώθει προδομένο, δεν μπορεί να δικαιολογεί τα λόγια που δεν γίνονται πράξεις, τα αισθήματα που πάνε χαμένα…
Όμως, η καρδιά σε ξέρει, σ’ αγαπάει, σε δικαιολογεί, σου δίνει όσο χρόνο χρειάζεσαι, κλαίει σιωπηλά για να μην λυπηθείς. Τα βάζει με το μυαλό και μπαίνει μπροστά σε κάθε μαχαιριά του για να μη σε βρει. Για να μην το αφήσει να σε διώξει για πάντα μακριά μου.
Η καρδιά ρωτάει “άραγε πότε θα σε ξαναδώ”; και έρχεται σε σένα συγκρατημένη. Σου δείχνει μόνο το ελάχιστο από όλα όσα νιώθει για να μη σε πιέζει. Κρατάει φυλαγμένα τα αισθήματά της για σένα σε μια γωνιά και ξεγελά το μυαλό να πιστεύει ότι όλα είναι καλά. Συγκρατημένα σ’ αγαπάει από μακριά γιατί δεν ξέρει πότε θα ξανάρθεις, για να μην απογοητευτεί ξανά και όταν έρθεις στα δίνει όλα από κοντά. Πεταλουδίζει από χαρά. Ανασάνει.
“Άραγε πότε θα σε ξαναδώ”; ρωτάει η καρδιά και το μυαλό σιωπά και περιμένει, γιατί σε χρειάζεται όσο κι αυτή.