Γράφει η Νένα Παπαδοπούλου
Τα φώτα σβήσανε. Ο ουρανός μαύρισε. Οι κεραυνοί ήταν οι μόνοι που διέκοπταν την απόλυτη ησυχία εκείνης της νύχτας. Κάθε κεραυνός και ένα τράνταγμα. Το σώμα της δεν άντεχε άλλους δυνατούς ήχους. Η ψυχή της δεν άντεχε άλλες εκρήξεις. Εκρήξεις πόνου είχαν ξεχειλίσει την ζωή της τους τελευταίους μήνες. Πόνος, αδιαφορία και προδοσία από ανθρώπους, πολλούς ανθρώπους, δικούς της ανθρώπους. Πόνος προς όλες τις κατευθύνσεις και λόγια που ειπώθηκαν μετά από πολλά χρόνια σιωπής.
Δεν μπορούσε κανείς να την κατανοήσει. Δεν μπορούσε κανείς να την νιώσει. Είχε κάνει κινήσεις ασυγχώρητες και επιλογές ανώριμες για όλους. Όμως εκείνη ήξερε ότι για πρώτη φορά στην ζωή της έκανε αυτό που ήθελε, αυτό που είχε ανάγκη. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια χαμογέλασε με ψυχή, χαμογέλασε από μέσα της. Όχι για να δείξει ότι είναι ευτυχισμένη ή για το φλας κάποιας φωτογραφικής μηχανής. Χαμογέλασε μόνη της, στον καθρέφτη της, χωρίς καν να ξέρει το γιατί.
Ήταν εγκλωβισμένη σε ένα γάμο χωρίς ουσία, με ένα κεφάλι συνέχεια κατεβασμένο χαμηλά, με ένα σύντροφο ανύπαρκτο και δυο παιδιά μεγάλα, αμέτοχα πια στη ζωή της. Ήταν εγκλωβισμένη σε μια δουλειά χωρίς δημιουργία, μια δουλειά με πρέπει και προγραμματισμένες κινήσεις. Δεν ήθελε, δε μπορούσε να ζήσει έτσι. Διέλυσε το χρυσό κλουβί και βγήκε έξω σε ένα κόσμο που μέχρι τότε «την αγαπούσε».
Τελικά αγαπούσε την ίδια; Μάλλον όχι. Αγαπούσε το δήθεν χαμόγελο, την δήθεν νοικοκυροσύνη, τα δήθεν χρήματα, την δήθεν ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή, την δήθεν τέλεια εικόνα της.
Την ψυχή που κουβαλούσε όμως δεν την αγάπησε κανείς.
Άραγε μπήκε και κανείς στον κόπο να την μάθει αυτήν την ψυχή;
Στην πρώτη της επανάσταση χάθηκαν κάποιοι, στην δεύτερη κάποιοι άλλοι και κείνοι που έμειναν τελευταίοι την σταύρωσαν μόλις έσπασε το κλουβί. Δεν ήθελε να πληγώσει κανένα, δεν ήθελε να παρατήσει κανέναν αλλά ο εαυτός της ήταν πλέον ο χειρότερος εχθρός της. Ο εαυτός της την πολεμούσε με νύχια και με δόντια. Ή θα τον νικούσε και θα έβγαινε ζωντανή με κάθε κόστος ή θα τον άφηνε να την κατασπαράξει σε κείνο το μαύρο τούνελ που συνέχεια έφερνε μπροστά της.
Ο εαυτός της την οδήγησε εδώ σήμερα. Μόνη στο πατρικό της σε ένα χωριό που είχε χρόνια να επισκεφτεί. Ήρθε εδώ να μυρίσει το χώμα που έχτιζε τα κάστρα των ονείρων της όταν ήταν μικρή, να κλάψει για κείνα που άφησε πίσω, να χαθεί στα σκοτάδια των σκέψεων για κείνους που έφυγαν, να πονέσει μόνη της για αυτούς που αγαπούσε αλλά δεν την ήθελαν πια.
Η άλλη μέρα; Δεν ήξερε πως θα ξημέρωνε. Η κατάθλιψη και τα σκοτάδια είχαν επιτέλους αδειάσει τον χώρο για να μπει το φως και τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Άφησε το παντζούρι από το παράθυρο του παιδικού της δωματίου μισάνοιχτο. Ήθελε να την ξυπνήσει η πρώτη ηλιαχτίδα που θα πέσει πάνω της, μόλις ξημερώσει. Ήθελε να την οδηγήσει σε καινούργιους δρόμους, σε αληθινά ευτυχισμένα μονοπάτια και σε κείνα που τόσα χρόνια δεν έψαξε, δεν έζησε.
Για τα ποτέ των άλλων είχε ξεχάσει πως είναι να ζεις στο δικό σου πάντα.
Μια ζωή γεμάτη θυσίες για την ευτυχία των άλλων όμως κανείς δεν είδε πίσω από τα μάτια της. Κανείς δεν αναγνώρισε τη δυστυχία, τις σκιές, το κενό μιας ψυχής που δεν μιλούσε. Όσο και να αγαπούσε τους άλλους, για να επιβιώσει έπρεπε να αγαπήσει τον εαυτό της. Να τον ακούσει επιτέλους και να μοιραστεί με τους υπόλοιπους την δική της αλήθεια.
Αν τους άρεσε ή όχι, ήταν δικό τους πρόβλημα.
Η καινούργια της ζωή δεν θα είναι στα γκρίζα σεντόνια, θα είναι σε μέρη με αισιοδοξία και δημιουργία. Σε μέρη με φωτεινά χρώματα που το χαμόγελο δεν θα φεύγει από τα χείλη της και η ψυχή της θα χορεύει την πιο χαρούμενη μελωδία.
Αφιερωμένο σε όλους όσους παλεύουν με τα σκοτάδια.
Αγαπήστε εσάς και σίγουρα θα φτάσετε στο φως.