Το “πολύ” σου θα το δω ποτέ;
Βαρέθηκα τις ανάποδες πορείες, τα παιχνίδια με τις υποχρεώσεις σου, τις αγκυλώσεις που σε μπλοκάρουν και διαγράφουν το γέλιο μου.
Κουράστηκα να με παρατηρώ σε κίνηση από έναν ερασιτέχνη μαριονετίστα.
Μια καθημερινή παραγγελία σε εκτέλεση, μια εντολή σαν αυτές τις απόλυτες, ξέρεις τώρα εσύ…
Μου τη δίνουν και αυτά τα αποτσίγαρα που το σκασαν από κάποια βρωμερά χέρια και ρίχτηκαν τροφή στις σκουριασμένες ράγες ενός τρένου που πάει κι έρχεται στην ίδια ανιαρή διαδρομή.
Μια διαδρομή που αντιγράφει την μονότονη ζωή σου. Μπαίνεις μέσα και κινείσαι πίσω – μπρος και πάλι από την αρχή.
Μια φιγούρα ηττημένη, μια φιγούρα που της δίνω την φωτιά και την κάνει νερό.
Στο τέλος φοβήθηκα κι εγώ – η θαρραλέα – την ξέφρενη πορεία του βαγονιού σου, μα πιο πολύ φοβήθηκα τη δική σου κερδισμένη μοναξιά, την άχαρη συνοδοιπόρο σου, την αντίζηλό μου που για χάρη της με έκανες να φύγω.
Πώς το αντέχεις;
Σήμερα, και κάθε σήμερα ο μόνιμος κάτοικος της σκέψης μου.
Κανονική εγκατάσταση σαν εφαρμογή σε κινητό.
Θα μου πεις, αν θέλεις και σου την βαρέσει την αφαιρείς. Ξέρεις εσύ από αφαίρεση, είσαι ιδανικός επίσης και στο να ξεμπερδεύεις με ένα ψηφιακό αυτοκολλητάκι, μια καρδούλα ή έναν έρωτα πληκτρολογίου.
Ένα σιγουράκι, τι να λέμε τώρα.
Εκεί που είναι ανώδυνα τα ραντεβού του νου. Στην πράξη, Λούης, δρομέας αποστάσεων με ελαφρά αλλά ταχύτατα βηματάκια.
Μόνο που μπαίνω σε αντικανονικό προσπέρασμα γιατί βιάζομαι να εγκαταλείψω τα “πρέπει” σου.
Εγώ πάλι ρε φίλε…
Γιατί τόσα είναι τα κότσια σου τα αρσενικά, οι δίδυμοι αδένες σου, καταλαβαίνεις ε;
Έλα τώρα, είναι αργά, γύρισε πλευρό, πάρε αγκαλιά τα ρημάδια τα “όχι” σου, άντε και τις απουσίες σου στην ανάγκη…
Κράτα και μια φωτογραφία μου να έχεις να παίζεις.
Καλό ξημέρωμα με έναν ήλιο ανύπαρκτο σαν εσένα.