Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Σε ένα τοπίο νυχτερινό. Εκεί υπάρχεις, εκεί ζεις, εκεί αναπνέεις. Κάθε φορά που σβήνει το φως, εμφανίζεσαι σαν τον κλέφτη, για να αρπάξεις στιγμές που δεν πρόκειται να έρθουν ποτέ ξανά στην πορεία. Στο σκοτάδι, εκεί όπου ξεκίνησαν και τέλειωσαν όλα.
Πάει καιρός από τότε, δεν ήξερα ότι μπορώ ακόμη να ανασύρω αυτές τις σκηνές απ’ τη μνήμη. Νόμιζα πως είχαν ξεχαστεί σε κάποιο παλιό σκονισμένο μπαούλο. Και όμως να τες! Παίρνουν σειρά, σαν κινηματογραφική ταινία, που παίξει ξανά και ξανά. Ένα παγωμένο μοντάζ που σκανάρει τη μνήμη.
Δεν είναι τυχαίο που τέλειωσαν όλα. Μπαίνω σε πειρασμό να σκέφτομαι το πώς θα ήταν μια ρουτίνα μαζί σου. Κάθε φορά κολλάω εκεί. Εσύ ζεις την κάθε σου μέρα σαν να μην υπάρχει αύριο, χωρίς σκοτούρες, χωρίς δισταγμούς. Εγώ προτιμώ την ασφάλεια της δουλειάς, του προγράμματος και της ήσυχης αγκαλιάς. Είναι πολλά αυτά που μας έσπρωχναν προς τα πίσω, προτού ξεκινήσει κάτι μαζί σου.
Ζούμε στο τώρα σε διαφορετικές αγκαλιές, αλλιώτικα μάτια που βλέπουν τον κόσμο με άλλη σκοπιά. Συνήθειες παλιές, παρέα με καινούρια ασιδέρωτα όνειρα, που θέλουν να φορεθούν σε δυο σώματα ξένα. Πόσο αλλάζουμε τελικά; Όλα ξεπλένονται με τις πρώτες φθινοπωρινές στάλες βροχής. Ο παλιός ιδρώτας, οι μελανιές στα φαγωμένα σου χείλη φαντάζουν εικόνες ξεπερασμένες, θαμπές μέσα στο βλέμμα. Ένας άλλος άνθρωπος μέσα στο ίδιο σώμα, ένας κρύος αέρας στην ίδια ανάσα. Δεν έχω πολλά να θυμάμαι. Ίσως κι η μνήμη να μη θέλει άλλο να ψάξει.
Είναι τρελό το πόσο γρήγορα τραβάει ο καθένας το δρόμο του. Λες και ανήκαμε σε μιαν άλλη τροχιά, παραστρατήσαμε και τώρα να ‘μαστε ξανά πάλι πίσω, σαν δυο ξένα κουβάρια που πλέχτηκαν ξανά στην βελόνα. Δε μπορώ να το εξηγήσω διαφορετικά. Σε κάθε τοπίο χορεύουν οι σκέψεις, οι σκηνές αλλάζουν και πέφτει σιωπή μες στη νύχτα. Εκεί που ξεκίνησαν όλα, εκεί θα τελειώσουν, όπως παλιά, σε ένα τοπίο νυχτερινό βυθισμένο στη σιωπή και στη σκόνη…