Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Απόψε δεν γιορτάζει κανείς.
Απόψε νικηθήκαμε μαζί, για πρώτη φορά.
Απόψε μασκαρέψαμε τον πόνο μας με εγωισμό και τον αφήσαμε να λησμονέψει την φλόγα.
Σχεδόν όμως!
Ένα σχεδόν εδώ στο πουθενά, να κραυγάζει δυνατά!
Σχεδόν αναίτια.
Σχεδόν αιτιατά.
Σχεδόν φωναχτά.
Σχεδόν σιωπηρά.
Σχεδόν αλήθεια.
Σχεδόν ψέμα.
Σχεδόν πρέπει.
Σχεδόν δεν πρέπει.
Σχεδόν αγόγγυστα.
Σχεδόν δυσοίωνα.
Ξέρεις όμως η δική σου νίκη είχε πολλά σκοτωμένα φεγγάρια.
Η δική μου είχε μόνο ένα, το δικό σου.
Γι’αυτό κι η ήττα μου υπερτερεί σε μάτια, σε καρδιά, σε ψυχή.
Έχει τα μάτια τα δικά σου, τον χτύπο της καρδιάς μου και την ψυχή μου.
Αυτήν που κράτησα στην χούφτα μου να ξεψυχήσει.
Πάγωσα τις μνήμες, να μην πονάνε πια.
Τις γύμνωσα να μην έχουν λέξη να ντυθούν, να μην έχουν ήχο να ακουστούν.
Και πόνεσαν περισσότερο που (ξ)έχασαν τα ρούχα τους.
Πονάει περισσότερο το να ξεχνάς; Με ρώτησαν.
Υπέφεραν σαν μια ανάμνηση μαγεμένη, σαν μια φωνή τιμωρημένη, σαν δύο σταγόνες πύρινα φορτία.
Κι έντυσα το δάκρυ τους μ’ένα μαντήλι κάτασπρο μεταξωτό.
Να μην φαίνονται, να μην καταλαβαίνει κανείς τον φόβο τους.
Οι μνήμες πονάνε όταν φεύγουν, ματώνουν όταν λησμονιούνται.
Κι έγιναν ουρανός και φόρεσαν για ρούχο τους τα σύννεφα.
Και κάθε που βρέχει, πλένουν την λύπη τους και ξεπλένουν την ντροπή τους!