Κάπου στο δρόμο κάποτε, κάπου στο δρόμο ξανά…
Κεφαλλονιά, Νοέμβριος 2017
Αγαπητέ μου αναγνώστη…
Μια ζωή ήμουν στους δρόμους, σαν τους νομάδες, κι ακόμα είμαι. Αυτό το ταξίδι όμως είναι διαφορετικό. Είχα εφτά χρόνια να πάω στο νησί της μάνας, στη μισή πατρίδα μου, στην Κεφαλλονιά. Και να ‘μαι να καταφτάνω την περασμένη εβδομάδα με λεωφορεία και φέρρυ στην πατρίδα των τρελών. Κοντά στο άγαλμα του Λασκαράτου περιμένω το θείο μου, που καταφτάνει με ένα βανάκι, με παραλαμβάνει και με πηγαίνει στα γνώριμα μέρη κοντά στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς.
Φτάνοντας στο σπίτι του θείου συναντώ και τη μάνα και τον πατέρα, που είχαν ήδη έρθει από τη Λευκάδα στην Κεφαλλονιά.
«Μάνα, ήρθα στα μέρη σου», της λέω. «Θέλω να με πας στο πατρικό σου, εκεί που κάποτε ζούσαν ο παππούς και η γιαγιά.»
Την επόμενη μέρα μετά το πρωινό μου ξύπνημα στο χωριό ξεκινάμε την ανεξίτηλη πορεία μου στο σπίτι του άλλου θείου, δίπλα από το πατρικό του παππού και της γιαγιάς στο Ληξούρι. Ο καιρός είναι ήπιος και φυσάει ένα ελαφρύ αεράκι.
Πρώτα κάνουμε μια στάση στις Ξόντιχες, στο σπίτι που γεννήθηκε η μάνα μου. Άρωμα οίνου και αμπελιού και διάφορες άλλες μυρωδιές κλέβουν την παράσταση, καθώς μπαίνω σε ένα τούβλινο σπιτάκι, από εκείνα τα παλιά χαμόσπιτα με τους πλίνθους. Δεξιά κι αριστερά αντικρίζω μια έκταση φυτεμένη με ντομάτες, και η έντονη μυρωδιά τους μου θυμίζει τις στιγμές που η γιαγιά έπαιρνε ντομάτες και μαγείρευε στην κατσαρόλα.
Στη συνέχεια κατευθυνόμαστε στο σπίτι του θείου, δίπλα ακριβώς από το παλιό πατρικό. Όλα ήταν αγνώριστα, αφού δε ζούσαν πια εκεί ο παππούς και η γιαγιά. Αναρωτιέμαι που είναι εκείνες οι εποχές, τότε που ήμουν πιτσιρικάκι και μου έλεγε ιστορίες η γιαγιά. Τότε που μαζευόμαστε όλα τα ξαδέλφια στην κουζίνα, παίζοντας και συζητώντας. Η αλήθεια είναι ότι συγκινήθηκα, γιατί αυτές είναι μνήμες ανεξίτηλες, που δε φεύγουν ποτέ. Κάθομαι στην αυλή, καπνίζω ένα τσιγάρο και χαζεύω δίπλα το πατρικό του παππού και της γιαγιάς. Είναι στιγμές αμηχανίας, στιγμές αναπόλησης του παλιού, ευχάριστου καιρού.
Κάθομαι ως το βράδυ με τους συγγενείς της μάνας μου και εικόνες χαράς και λύπης μαζί με ανάμικτες παιδικές εμπειρίες παίζουν κρυφτό και κυνηγητό στο ρημάδι το μυαλό μου. Όλα διαφορετικά τώρα πια, μα ένα πράγμα είναι ίδιο όπως τότε στην αυλή. Μια λεμονιά είναι ακόμα εδώ και μου θυμίζει τη γιαγιά, που ετοίμαζε φαγητό κι έκοβε λεμόνια για να φιλοτεχνήσει το πιάτο.
Έτσι λοιπόν, αγαπητέ φίλε αναγνώστη, το ταξίδι στο πατρικό της γιαγιάς και του παππού με καθήλωσε, γιατί ήταν μια διαφορετική εκπληκτική εμπειρία, καθώς συνάντησα τη μάνα μου και κάναμε αυτή την περιπλάνηση μαζί. Κι όσο όμορφα κι αν είναι τα ταξίδια, είναι ωραίο να γυρνάμε μαζί μ’ έναν δικό μας άνθρωπο στο πατρικό της γιαγιάς και του παππού. Γιατί κάποια στιγμή θα κοιτάξουμε πίσω και θα ευχηθούμε να είχαμε το χρόνο να το κάνουμε κι αυτό.