Γράφει η Νένα Παπαδοπούλου
Σήμερα ξύπνησα θυμωμένη, όχι γενικά αλλά πολύ συγκεκριμένα. Ξύπνησα θυμωμένη μαζί σου. Με σένα που χθες το βράδυ τόλμησες να πλησιάσεις το κρεβάτι μου, να τρυπώσεις στο μαξιλάρι μου και να εμφανιστείς στα όνειρα μου.
Ακάλεστος επισκέπτης σε ένα χώρο γεμάτο ροζ συννεφάκια που μετά τις δικές σου γκρι καταιγίδες επέστρεψαν στη φυσιολογική τους ομορφιά. Γιατί ήρθες; Χαρούμενος, όμορφος και γεμάτος δώρα και συγγνώμες. Ήθελες να μοιραστείς μαζί μου τα συναισθήματα σου για μένα. Και εγώ εκεί ακίνητη να σε κοιτώ και να μην μπορώ να σου μιλήσω. Ήταν σαν να είχα κόλλα στα χείλη μου και δεν μπορούσα να σου πω όσα ήθελα.
Θύμωσα, θύμωσα πολύ. Όταν σε έψαχνα στον ύπνο και στον ξύπνιο μου, εσύ δεν ήσουν πουθενά. Και τώρα τι θες;
Μήπως θες να ακούσεις αυτά που δεν άκουσες ποτέ;
Τα πατώματα που σερνόμουν ψάχνοντας την αγκαλιά σου;
Το αλκοόλ που είχε κατακτήσει το σώμα μου, προσπαθώντας να το κάνει να ξεχάσει τον πόνο;
Τα βράδια που κοιμόμουν σε κείνο το χαλάκι του χολ που κάναμε τελευταία φορά έρωτα; Έψαχνα λίγη από την μυρωδιά και την ζωντάνια εκείνων των λεπτών.
Με πήγες στον παράδεισο και με πέταξες απότομα στον βούρκο. Εγώ έμεινα εκεί, πάλευα με το στερητικό σύνδρομο των ναρκωτικών σου.
Γιατί αυτό ήσουν τελικά. Ένα ναρκωτικό που έτρωγε λίγο λίγο την καρδιά και την σάρκα μου.
Φύγε τώρα, εξαφανίσου από ζωή και όνειρα. Δεν σε θέλω εδώ ούτε καν σαν σκέψη. Φύγε από το μυαλό μου, φύγε από την συνείδηση μου, φύγε και από την μνήμη μου.
Θυμός και μόνο θέλω να είναι το συναίσθημα που θα νιώθω για σένα, τώρα και για πάντα.
Βρες το δικό σου βάσανο και παράτα με στην δικιά μου αποτοξίνωση.
Κατάφερα να σε πετάξω από μέσα μου και δεν γυρνάω πίσω.
Σκουπίδι της ζωής μου και κατακάθι της ψυχής μου. Αυτό είσαι και αυτό θα είσαι πάντα.