Γράφει η Έφη Παναγοπούλου
Και ανοίγεις τα μάτια σου το πρωί, ένα πρωί που θα παρακάλαγες να μην είχες ξυπνήσει, να κοιμόσουν λίγο παραπάνω, μια χειμέρια νάρκη ή κάτι τέτοιο θα σε έσωζε. Θα ήθελες να έβλεπες ένα κακό όνειρο με στάχτες και κόσμο και φωτιές, θα ήθελες να μην ήταν αλήθεια όλο αυτό που αντίκρισες το πρωί.
Αυτό είναι το μέρος που μεγάλωσες, που ερωτεύτηκες, που ενηλικιώθηκες. Βέβαια, δεν έχει καμιά σημασία αυτό, όποιο μέρος και αν ήταν, ίδια βαρύτητα στην ψυχή σου. Απλά αυτό το μέρος το αγάπησες λιγάκι παραπάνω, μιας κι εκεί έχεις μνήμες και εικόνες.
Και ξαφνικά το μόνο που βλέπεις είναι στάχτη, αμάξια καμμένα κι άνθρωποι απανθρωκωμένοι. Πού είναι τα δεντρα; Η θάλασσα άλλαξε χρώμα, δεν είναι πια μπλε. Οι δρόμοι είναι μαύροι. Πού είναι τα γέλια των παιδιών, που παίζουν στη θάλασσα, που τρέχουν στα σοκάκια; Πού είναι οι φωνές των μαμάδων; Κλάμματα γύρω σου, απεγνωσμένες εικόνες ανθρώπων, νεκροί, αγννοούμενοι. Θρήνο. Αποκαϊδια και θρήνος.
Και όμως, βλέπεις κάτι θετικό, παρά τον θρήνο. Βλέπεις να είμαστε όλοι ενωμένοι, να δείχνουμε αλληλεγγύη. Εθελοντές παντού, και όλοι μια γροθιά για να βοηθήσουν. Δημιουργούμε κύματα θετικής ενέργειας και στέλνουμε αγάπη, βοήθεια υλική και ψυχική. Δεν σκεφτόμαστε πλέον “Τι με νοιάζει εμένα αν καεί η κατσίκα του γείτονα;”. Καταλάβαμε πόσο εύκολο είναι να καεί και η δικιά μας και έτσι συμπάσχουμε μαζί του και τον βοηθάμε να πάρει καινουργια, με τα λίγα που έχουμε και εμείς με τον κόπο μας.
Υπάρχουν και αυτοί, βέβαια, που συνεχίζουν να πιστεύουν “Τι με νοιάζει εμένα;” Αυτές τις ώρες το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να σωπάσουν. Κλειστά τα στόματα για λίγο, μείνετε στις ζωές σας όπως είσαστε, αλλά μην μιλάτε. Αφήστε μας εμάς να βοηθήσουμε όπως μπορούμε. Κλείστε τα στόματα και μείνετε στην γωνια σας για λίγο. Σιωπή!