Γράφει η Δωροθέα Σαμαρά
Καθισμένη στα γόνατα, μπροστά στο τζάκι, χαζεύω με ένα παράπονο τη φωτιά που αργοσβήνει. Δυο χέρια παγωμένα απλώνονται να ζεσταθούν όσο προλαβαίνουν. Χέρια δικά μου μοιάζουν. Λίγο αλλαγμένα από το χρόνο που περνά, λίγο πιο κρύα – ίσως – αφού έπαψαν εδώ και χρόνια να ζεσταίνονται σε άλλα χέρια μέσα. Αλλά, πάντα χέρια δικά μου!
Χέρια που μας κράτησαν σφιχτά τότε που οι θύελλες χτυπούσαν τις ψυχές μας και οι στρόβιλοι τ’ανέμου τις τράβαγαν με πείσμα μακρυά τη μία από την άλλη. Εγώ τούτα τα χέρια τα ‘δεσα γερά να μας κρατήσουν μέχρι να φύγει η μπόρα. Κι έπειτα, με αυτά μας τύλιξα μέσα στη θαλπωρή μου και με αγάπη έδεσα όλες μας τις πληγές. Πώς γίνεται κι αιμορραγούνε πάλι; Τόσο πάγωσαν τα χέρια μου, λοιπόν, που δεν μπορούν μήτε να σ’ αγκαλιάσουν;
Το βλέμμα κατεβάζω λυπημένη στα ξύλα τα καμμένα. Πονάει κάτι μέσα μου τούτο το πρωινό. Πονάει η αλήθεια πως η φωτιά σβήνει, όταν δεν ξέρεις πώς να την κρατήσεις αναμμένη ή πώς να την ανάψεις πάλι. Καίγονται τα ξύλα, όπως και τα όνειρα μιας αγάπης που κάποτε άναψε από μια μόνο σπίθα.
Μιαν ανάσα βαθιά ρουφάω απ’το οξυγόνο γύρω μου. Μέσα μου να μπει, να καθαρίσει η κάπνα. Κι έπειτα, την αφήνω ελεύθερη να ξεχυθεί μπροστά μου. Μίαν πνοή, ένα φύσημα πάνω στα αναμμένα κάρβουνα, όπως είναι πλέον η ζωή μας. Κι η φωτιά ζωήρεψε λιγάκι παραπάνω! Της δίνω και δεύτερη πνοή, ίσως και μια τρίτη και πήρε η φωτιά ζωή κι έλαμψε στο σκοτάδι. Αρκούσε μονάχα μιαν πνοή πάνω σε κάρβουνο που ήταν αναμμένο, λίγο πριν παγώσει και χαθεί.
Άνοιξε, αγάπη μου, το σκέπασμα. Κάνε μου χώρο μέσα στην αγκαλιά σου. Τώρα πια ξέρω τι χρειάζεται ο έρωτας, για να ανάψει πάλι και πόσες πνοές κρατάνε την αγάπη ζωντανή, πάνω σε κάρβουνα που δεν έσβησαν ακόμη!