Γράφει η Δήμητρα Γιαννοπούλου
Αν δεν ήταν άνθρωπος, θα ήταν ημέρα και θα ήταν η Κυριακή κι όχι γιατί είναι αργία και θεωρείται ημέρα ξεκούρασης, αλλά γιατί φέρνει τη Δευτέρα. Φέρνει το “νεο” μετά, κι αυτό το “μετά”, σέρνει μαζί του όλη την λύπη, όλων των “πριν”.
Το κάθε “μετά” κουβαλάει ένα φορτίο βαρύ, το φορτίο εκείνων των όμορφων στιγμών, που δε θα ξαναζήσουν.
Αν ήταν λουλούδι θα ήταν αγριολούλουδο. Κάποιο από εκείνα που ποτέ κανένα χέρι δε φύτεψε, που ποτέ κανένα χέρι δεν πότισε. Θα ήταν από εκείνα τα “αυθαίρετα” και αυτόνομα, που μόνα τους ανθίζουν και μόνα τους μαραίνονται.
Κι ίσως ήταν παπαρούνα. Μια στάλα αίμα σε καταπράσινο λιβάδι.
Αν ήταν εποχή θα ήταν η άνοιξη.
Μια άνοιξη ανθισμένη, γεμάτη χρώματα και μυρωδιές, που όμως αυτή η άνοιξη, γνωρίζει καλά κι έχει συμφιλιωθεί με τη θνητότητα της. Θα ήταν μια άνοιξη, προετοιμασμένη να γίνει φθινόπωρο. Τέτοια άνοιξη θα ήταν! Όμορφη και λυπημένη, έτοιμη να υποδεχτεί το θάνατό τη.
Όχι όμως μοιρολατρικά, με πλήρη συνείδηση, σοφία και απόλυτη ενσυναίσθηση.
Αν ήταν χρώμα δε θα ήταν το μαύρο. Μαύρη είναι η νύχτα και το σκοτάδι της. Το μαύρο κρύβει, καμουφλάρει ό,τι πονά. Το μαύρο δεν πληγώνει. Προστατεύει. Στο μαύρο κρύβονται οι ασχήμιες όλες. Στο μαύρο βρίσκουν καταφύγιο όλοι οι πόνοι.
Αν ήταν χρώμα λοιπόν, θα ήταν το κόκκινο. Κόκκινος είναι ο έρωτας, κόκκινη είναι κι η επανάσταση. Άλλωστε ο έρωτας είναι επανάσταση. Κόκκινο επίσης είναι το πάθος και η ένταση της στιγμής. Κόκκινη η κάθε κορύφωση. Κόκκινο είναι το αίμα και ο ήλιος όταν δύει. Και δύει πάντα. Δύουν τα πάντα.
Αν ήταν φυσικό φαινόμενο, θα ήταν η βροχή. Μια βροχή που άλλοτε μας ξαφνιάζει κι άλλοτε μας βρίσκει προετοιμασμένους, κρατώντας ομπρέλα, γιατί την είχαμε προβλέψει. Θα ήταν η βροχή που μουσκεύει τους δρόμους, τα αυτοκίνητα, τα σπίτια, τα παγκάκια.. και που μουσκεύει τις ψυχές μας.
Χειμαρρώδης βροχή θα ήταν που στο πέρασμά της, παρασύρονται πολλά. Πότε πολύτιμα και πότε όχι.
Και τότε επιβάλλεται να κάνουμε απολογισμό. Να μετρήσουμε ξανά τις απώλειές μας και να “ζυγίσουμε” τον πόνο.
Η βροχή μοιάζει με δάκρυα. Είναι θλίψη και λύτρωση μαζί. Είναι η κάθαρση του έξω και του μέσα κόσμου μας.
Αν ήταν λέξη θα ήταν η “ζωή”. Γιατί χωρίς αυτήν, δεν θα υπήρχε ο θάνατος. Χωρίς την ζωή δεν θα υπήρχε ουτε το πριν, ούτε και το μετά.
Δεν θα υπήρχε ματαιότητα, άρα δε θα υπήρχε ούτε έρωτας.
Γιατί είναι μάταιο το να ερωτεύεται κανείς, εφόσον ξέρει εκ των προτέρων πως αργά ή γρήγορα θα τελειώσει.
Όπως μάταιο είναι επίσης και το να ζούμε, αφού όλοι ξέρουμε πως είμαστε θνητοί, και οι θνητοί πεθαίνουν.
Η ματαιότητα όμως του να ζεις και να ερωτεύεται είναι αυτή που δίνει τη ζωή τελικά στη ζωή μας.
Αν ήταν ποίηση, θα ήταν εκείνη.