Γράφει η Δωροθέα Σαμαρά
Μία πόρτα που τρίζει κι ανοίγει αργά. Ένα μονοπάτι σκοτεινό και υπόγειο χαράζεται μπροστά της. Ξυπόλητα βήματα ακολουθούν αργόσυρτα την κάθοδο. Σανίδια που τρίζουν σε μια σκάλα ξύλινη, παλιά, σάπια. Ένας ήχος ενοχλητικός που ταράζει ακόμη και τη σιωπή.
Μία πνοή ανέμου μπαίνει κλεφτά από ένα παράθυρο σπασμένοκαι ξεσηκώνει τη σκόνη. Τα πόδια της γυμνά πατούν πάνω στα σπασμένα γυαλιά. Τώρα πια τα βήματά τηςδεν είναι άχρωμα. Τώρα πια ζωγραφίζουν κόκκινες πατημασιές πάνω στα σκονισμένα σανίδια.
Μία ρανίδα φωτός τρυπώνει, περίεργη κι αυτή, μέσα από τα βρώμικα παράθυρα. Δίνει μια νότα μελαγχολική σε εκείνα τα πρώην λευκά σεντόνια που καλύπτουν εδώ και χρόνια τις αναμνήσεις. Γυρίζει το κεφάλι της και κοιτά με δέος τούτο το μαυσωλείο των περασμένων, νεκρών αναμνήσεων.
Τραβάει αργά τα σεντόνια. Τόσο αργά, που να μην ταράξει τον ύπνο των ωραίων κοιμωμένων στιγμών, που έγειραν κι αποκοιμήθηκαν πάνω στα παλιά, ξύλινα έπιπλα. Ένα πιάνο ακούρδιστο, με τις σκουριασμένες χορδές του και τα φθαρμένα του πλήκτρα, προσπαθεί να την καλωσορίσει όπως τότε. Μα, οι νότες του βράχνιασαν από την υγρασία σε τούτο τον υπόγειο τάφο.
Μια ξύλινη, κουνιστή καρέκλα στέκει μοναχή μπροστά από το σβησμένο – εδώ και χρόνια- τζάκι. Μία ριπή ανέμου ξεσηκώνει τις στάχτες που απέμειναν μέσα του και κάθεται να ξεκουραστεί πάνω στην καρέκλα. Κουνιέται και νανουρίζεται. Μα, είναι ο ήχος από τα βήματά της που τον ξυπνά και τον αναστατώνει. Την προσκαλεί! Το κορμί της αφήνεται μέσα στην αγκαλιά του ανέμου και μαζί του αρχίζει να ταλαντεύεται αργά. Μπρος, πίσω. Μπρος, πίσω.
Ένα χάδι κρύο απλώνεται πάνω στο κορμί της, μια νευρική ανάσα, που ερεθίστηκε από τη ζεστή πνοή της και από τον χτύπο της φλέβας της στο λαιμό.
Μια μαριονέτα σακατεμένη, με κομμένα σκοινιά, κάθεται μονάχη της σε μια γωνιά, δίπλα στο παλιό, σιδερένιο κρεβάτι και την κοιτά. Την κοιτά με ενα χαμόγελο παγωμένο και ξεχασμένο πανω σε εκείνο το άψυχο,σκονισμένο πρόσωπο. Εκείνη ξέρει. Και θυμάται! Κι ελπίζει κρυφά σε ένα φιλί αναστάσιμο, που θα δώσει ξανά ζωή στο χθες και θα αναγεννηθεί το παρόν και το μέλλον.
Εκείνη νιώθει την παρουσία του. Είναι εκεί και το ξέρει. Σχεδόν τον αγγίζει. Σχεδόν τον μυρίζει. Μια μυρωδιά που θυμίζει μαραμένα τριαντάφυλλα και καμμένο ξύλο. Τόσο ξεχασμένη κι όμως, τόσο ερεθιστικά γνώριμη. Μια μυρωδιά, που ξαφνικά, της λείπει πολύ.
Ένα σεντόνι πέφτει απαλά κι αθόρυβα στο πάτωμα, ξεσκεπάζοντας έναν καθρέφτη σπασμένο. Τα κομμάτια του κοιμούνται ακόμη στο πάτωμα, δίπλα από τα θρύψαλα ενός παλιού ποτηριού, που έπεσε κάποτε πάνω του με θυμό και πόνο. Στέκεται μπροστά του όρθια, σχεδόν αγγελική εικόνα μέσα στο λευκό νυχτικό της. Χαμένη κοιτά την εικόνα της που έχει κλωνοποιηθεί σε κάθε σπασμένο κομμάτι. Κι αναρωτιέται, ποια στα αλήθεια είναι η πραγματική. Και ποιος είναι, άραγε, αυτός που πίσω της στέκεται και την κοιτά; Ποιος είναι αυτός, που τα χέρια του τυλίγονται γύρω της τρυφερά και την κλείνουν σε μιαν αγκαλιά; Ποιος είναι αυτός, που τα χείλη του αφήνουν ενα φιλί τους απαλά πάνω στο λαιμό της; Ποιος είναι αυτός που με τόση λύπη την κοιτά; Αυτός που της ψιθυρίζει σιγανά στο αφτι κι ύστερα, σαν καπνός, χάνεται, διαλύεται, σκορπά.
Κι εκείνη ακόμη εκεί. Τα μάτια της κλείνει, χαμηλώνοντας στο πάτωμα το βλέμμα λυπημένη.
” Κι εγώ σ’αγαπώ και πάντα μου λείπεις”, ψιθυρίζουν τα χείλη της. Κι ύστερα χάνεται κι αυτή!