Εγώ αγαπάω κι από μόνη μου, δεν χρειάζομαι παρέα.
Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Γιατί δεν υπάρχει τέλος σε τίποτα.
Γιατί αυτήν την λέξη ποτέ δεν την δέχθηκα, δεν την αγάπησα· λαικώς δεν την γούσταρα.
Προτιμώ να χρησιμοποιήσω μια άλλη εφάμιλλη λέξη που να προσδίδει μια κάπως παρόμοια έννοια.
Και πού πάει αυτό που τελειώνει;
Μου μυρίζει θάνατο κι όχι ότι τον φοβάμαι, αλλά δεν θέλω να τον σκέφτομαι.
Γιατί τίποτα στην πραγματικότητα δεν τελειώνει, είναι όλα συνέχεια, η ζωή συνεχίζει και συνεχίζεται.
Συνεχίζει τον αγώνα της για όλα όσα αντέχει, αγαπά, ποθεί και επιλέγει.
Γιατί η ζωή είναι φως και το τέλος σκοτάδι μου κάνει κι εμένα τα σκοτάδια δεν μ’αρέσουν.
Κι αν απ’ το φως σου μπορείς να μοιράσεις και λίγη λάμψη, ακόμα καλύτερα.
Όπως η μέρα μοιράζει το φως της στην νύχτα, όπως η αυγή χαμογελάει και παραδίδει την σκυτάλη της στην πρωινή δροσούλα, έτσι κι εμείς μπορούμε να χαρίσουμε λίγη απ’την λάμψη μας στον διπλανό μας, στον συνταξιδιώτη μας, σ’αυτό το ταξίδι που λέγεται ζωή.
Γιατί μόνο όταν μοιράζεσαι αξίζει το ταξίδι· μόνος κανείς δεν ήτανε ποτέ του πλήρης, ευτυχισμένος και ολοκληρωμένος.
Και στον παράδεισο να βρεθείς, αν δεν έχεις παρέα, δεν θα καταλάβεις καμιά ομορφιά.
Γιατί ό,τι μοιράζεις, μοιράζεται και αλλού και πάει και πιο πέρα και κάνει “κύκλο” και ξαναφτάνει πάλι σε σένα.
Μοίρασε αγάπη κι αγάπη θα σού’ρθει. Δεν έχει σημασία αν ο άλλος δεν σ’αγαπάει, δείξ’του εσύ τι σημαίνει αγάπη, ακόμα και σ’αυτόν που δεν σε συμπαθεί, δεν σε γουστάρει, δώσε εσύ, γιατί εσύ έχεις απόθεμα και δεν χρειάζεται να σε αγαπούν για να αγαπάς.
Μόνο όταν έχεις περίσσευμα αγάπης, μπορείς να δίνεις απλόχερα και ανιδιοτελή.
Δεν χρειάζεται να πάρω μωρέ για να δώσω, έχω και θέλω να προσφέρω.
Γιατί πρέπει πάντα να κοιτάω τα χέρια του άλλου και να περιμένω τι θα μου δώσει για να υπολογίσω τι θα δώσω κι εγώ;
Εγώ αγαπάω κι από μόνη μου, δεν χρειάζομαι παρέα.
Αγαπάω κι εσένα που δεν με συμπαθείς, άσχετα αν μπορεί να μην συμφωνώ με όλα όσα λες, θα υποστηρίζω πάντα το δικαίωμά σου να τα λες.
Η αισθαντικότητα της αγάπης είναι άπειρη, διάφανη και καθάρια, σαν ένα λαμπερό κι ατόφιο διαμάντι, απ’αυτά τα σπάνια που ίσως ποτέ σου να μην δεις.
Έτσι γεννήθηκα και απ’όσο θυμάμαι ποτέ μου δεν πίστεψα στο μίσος, δεν χώρεσε ποτέ στην ψυχή μου.
Και σκέφτομαι συνέχεια και τρέχει ο λογισμός μου και λέω, λέω {γράφω, γράφω, γιατί η σκέψη μου δεν έκανε ακόμη ειρήνη, δεν έκανε ανακωχή, γι αυτό γράφω περισσότερο απ’ότι λέω}.
Γιατί όταν ανοίγουμε το στόμα μας πρέπει να πλημμυρίσει ομορφιά.
Αλλιώς κλείσ’το, δεν χρειάζεται να το ανοίγεις αν δεν έχεις κάτι γενναίο, υπερήφανο και ευπρεπές να πεις. Κράτα τα σκουπιδάκια σου μωρέ· αυτά δεν χρειάζεται να τα μοιράσεις. Κανείς δεν τα θέλει.
Μερικές φορές είμαι κουρασμένη κι όταν είμαι έτσι δεν είμαι καλή, αλλά δεν είμαι κακιά ποτέ· απλά στάσιμη συναισθημάτων.
Έμεινα κάπου μετέωρη, αντλώ δυνάμεις, γιατί πεινάω, διψάω, λιμπίζομαι, ορέγομαι ακόμα και έχω πολλά ακόμα να μάθω, να αγαπήσω, να πιω, να μεθύσω, να λαχταρήσω, να αγγίξω, γιατί όσο η ψυχή είναι ακόμα εδώ συνεχίζει να ζητάει.
Γιατί τίποτα δεν σταματάει, η ζωή είναι ένας κύκλος και σαν κύκλος ξεκινάει και γυρίζει κι όσο γυρίζει, σε πάει ξανά στην αφετηρία και περνάς κι τα μέρη που ξαναπεράσες πιο πριν.
Και δεν πιστεύω στο τέλος, ας πιστέψουν αυτοί που θα βρουν την αρχή και το τέλος σ’έναν κύκλο.