Δυσβάσταχτο φορτίο η μοναξιά που δεν επέλεξες..
Μεγάλο πράγμα η μοναξιά.
Mεγαλόπρεπο και δυσβάσταχτο, ειδικά όταν δεν την επιλέγεις, μα καλείσαι να την υποστηρίξεις, σαν να ήταν η πιο συνειδητή σου επιλογή.
Μονόλογοι ατελείωτοι, άλλοτε εσωτερικοί και πνιχτοί, βουτηγμένοι στο οινόπνευμα και στον καπνό κι άλλοτε φωναχτοί, γεννήσεις κραυγών μουσκεμένων στα δάκρυα.
Σιωπές βουβές, μπροστά σε αμείλικτους καθρέφτες-κριτές, που επιθεωρούν με στρατιωτική αυστηρότητα μάτια πρησμένα, από το κλάμα και την αϋπνία, που επιτιμούν πρόσωπα τσαλακωμένα από μεσαιωνικά βασανιστήρια της έλλειψης, της απορίας.
Νύχτες εφιαλτικές, τεντωμένες πάνω στο ξηλωμένο σχοινί ενός ύπνου ημιθανούς, αλαφροπάτητου, χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Μέρες υποτονικές, αναγκαστικές, σαν να ‘ναι η στομωμένη αξίνα στα χέρια ανθρώπου που σπάει πέτρες για να επιβιώσει.
Ο λιγοστός ύπνος, που σου κάνει τη χάρη να σε επισκεφθεί, φέρνει-ο άτιμος!- όνειρα στην πλάτη του συντροφεμένα, αγκαλιές γνώριμες και μαλακές, σαν την απαλή κουβέρτα που σε σκέπαζε η μάνα σου μωρό.
Πρόσωπα οικεία, αποχωρισμένα της ανεξήγητης εξαφάνισής τους, σιμώνουν με μια ξεδιάντροπη αμνησία, κουβαλώντας θύμησες, φιλιά και χάδια, λόγια λησμονημένα, στριμωγμένα σε ένα σιχαμερό , υγρό κελί του υποσυνείδητου..
Γαμώ το κεφάλι μου, ένα χαζοκούτι άδειο κατάντησε, δοχείο με νερό που βράζει..
Θα το καταπιώ κι αυτό το κόχλασμα, σαν να ‘ταν νεράκι της πηγής, με προθυμία περισσή, μεγαλύτερη από τη βλακεία που με κυριεύει!
Θα το πιω και θα το νιώθω να μου κατακαίει τα σωθικά, καθώς θα κατεβαίνει..
Με την ευχή να είναι το πολυπόθητο νερό της λησμονιάς.