Γράφει η Αγάπη Μποστανίτη
Είναι η ώρα που ο καμβάς του ουρανού χρωματίστηκε με τα μωβ τα χρώματα. Σε λίγο το μωβ θα γίνει σκούρο μπλε, σκοτεινιάζει. Οι νεράιδες νανούρισαν τον ήλιο και ψέλνουν τα ξόρκια να ξυπνήσουν το φεγγάρι, τα αστέρια χασμουριούνται και τώρα αχνά αχνά σαν πυγολαμπίδες αστράφτουν πολλά και πυκνά στο σκοτεινό καμβά.
Παρατηρητής, φύλακας της γης όλο αρχοντιά και χάρη πήρε τη θέση του το ολοστρόγγυλο φεγγάρι χαμογέλασε και ευχαριστημένο έλαμψε δυνατά. Ακούστηκε τότε ένας ήχος πλατς, ένα κέρμα στο σιντριβάνι του έρωτα από μια επίγεια ψυχή, μια επίγεια νεράιδα έκανε μια ευχή να παρουσιαστούν τα όνειρα, τότε η νεράιδα αναστέναξε και νοστάλγησε το παλικάρι της.
Τότε μια απαλή σαν παιδική φωνή αντήχησε στο σύμπαν και η απορία που ξεστόμισε σούπερ νόβα θα γινόταν. « Φεγγάρι μου σοφό και λαμπρό γιατί πεθαίνουν οι αγάπες;» Χάθηκε το χαμόγελο του τότε και η μελαγχολία το επισκέφτηκε, γύρισε το βλέμμα του προς τη γη και με βαριά σταθερή φωνή, σοφά απάντησε στο μικρό αστέρι «Λησμόνησαν οι άνθρωποι», «Μα λησμονιέται η αγάπη άρχοντα μου;» συνέχισε γεμάτο λύπη το ρομαντικό αστεράκι.
«Σαν το σπίτι μας, βάφτηκαν με σκούρα χρώματα οι ψυχές τους, ξέχασαν τις αγκαλιές, τα φιλιά, τα χτυποκάρδια, λυπημένα πρόσωπα αντικατέστησαν τα χαμόγελα από ευτυχία και η αγάπη έγινε δάκρυα, λύπη, στεναχώρια, όπλο.»
Όπλο θανατηφόρο η λησμονιά της αγάπης, ένα αντίο και το σκοτάδι πέφτει στις καρδιές των ανθρώπων.
Άρχισε το αστεράκι να κλαίει και το φως του να τρεμοπαίζει και το φεγγάρι φοβήθηκε δεν ήθελε να σβήσει το αστεράκι γιατί μαζί του θα έσβηνε και η ελπίδα.
Να του λέει το φεγγάρι, «δες εκεί εκείνο το νεαρό ζευγάρι εκείνο που στις δύσκολες στιγμές αγκαλιάζεται και στις ευτυχισμένες φιλιέται, είναι δυνατό το ένα συμπληρώνει το άλλο, είναι σαν εσένα και εμένα εγώ δε μπορώ να φωτίζω μόνο μου τη γη χρειάζομαι και εσένα μικρό μου, μα τώρα ησύχασε μην κλαις, υπάρχει ελπίδα.»
«Φεγγάρι μου σ’ αγαπώ, ούτε εγώ φωτίζω χωρίς εσένα, το φως σου ζεσταίνει τη πηγή του φωτός μου.»