Γράφει η Ζωή Διαμαντοπούλου
– Γιαγιά πολύ σε ζηλεύω.
– Τι ζηλεύεις παιδί μου;
– Που είσαι τόσο όμορφη ακόμη και τώρα.
– Πάει εγώ γέρασα. Για ποια ομορφιά μου λες;
– Γέρασες; μα τι λες; Είσαι η όμορφη μου.
Ξέρεις τι ζηλεύω πιο πολύ πάνω σου; Το χρώμα των ματιών σου.
– Άντε καλέ. Δεν έχεις να ζηλέψεις σε τίποτα. Τα δικά μου μάτια είναι «γατίσσα». Άγρια είναι. Καλύτερα που δεν τα πήρες.
– Επιμένω σου λέω. Έχουν αυτό το ιδιαίτερο πράσινο-γκρι χρώμα που βρίσκεις σπάνια. Αλήθεια ο παππούς σου μίλησε τότε για τα μάτια σου;
– Τότε ήμουν «νιά» γύρω στα δεκάξι κι αυτός με πήρε πριν φύγει για τον στρατό. Μετά τον περίμενα να έρθει και βάλαμε τις βέρες.
– Ναι αλλά σου μίλησε ποτέ για τα μάτια σου και για το πόσο όμορφη είσαι;
– Τότε δεν είχαμε τέτοια. Μ’ αγάπησε και με πήρε. Ήμουν κοπέλα τότε κι αυτός ολόκληρο παλικάρι.
– Ε και; Που το κακό;
– Δεν καταλαβαίνεις; Άλλα χρόνια τότε.
– Εξήγησε μου. Είμαι όλη αυτιά. Την βέρα γιατί την φοράς ακόμη;
Πάνε σχεδόν είκοσι χρόνια
– Σφήνωσε και δεν βγαίνει. Την φοράω από τότε πάντα πάνω μου.
– Σου λείπει ο παππούς;
– Αν μου λείπει; Α και εσύ άλλα χρόνια τότε. Δεν ξέραμε από αγάπες και λουλούδια.
– Άρα δεν σου λείπει.
– (….)
Με κοιτάζει χωρίς να ξέρει τι να απαντήσει..
Λες και έχει ξεχάσει. Μάλλον έχει ξεχάσει πως είναι να σου λείπει κάποιος.
– Ξέρεις γιαγιά, τα παιδιά μου θέλω να πάρουν τα μάτια σου.
– Αχ παιδί μου, αν το θες τόσο πολύ στο εύχομαι.