Ό,τι κι αν γίνει, πάντα στη θάλασσά μου θα γυρίζω
Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Η πυξίδα μου χάλασε. Κόλλησε στο νότο ο δείκτης και το τζαμάκι της έχει θαμπώσει απ’ την υγρασία. Πέρασαν χρόνια από τότε που την πρωτοέπιασα στα χέρια μου, που ήθελα τόσο πολύ να ταξιδεύω πάνω στη βάρκα με προορισμό τα άγνωστα μέρη. Τότε είχα τσαγανό, έκανα τα πάντα για να είμαι καλά, μιλούσα για μένα και δεν έβαζα όρια στα θέλω.
Πάει όμως καιρός. Έχω ακόμη τη βάρκα εκείνη. Την έχει φάει λίγο η αρμύρα και το χρώμα της είναι κι αυτό φαγωμένο. Το βαθυγάλαζο χρώμα έχει πάρει λευκές πινελιές με άρωμα ξύλου. Θέλει δουλειά για να βγει στα ανοιχτά, δε μπορείς να ρισκάρεις μαζί της.
Τα παιδιά που σεργιανάγαμε μαζί έχουν αλλάξει πορεία. Μίσησαν τη θάλασσα κι έχουν αράξει στη στεριά. Έκαναν οικογένειες σε διάφορα μέρη μακριά από κείνη, είναι λευκός πειρασμός και δε θέλουν πολλά πολλά μαζί της. Τη θάλασσα ή θα τη λατρέψεις ή θα τη μισήσεις. Όλο σε θέλει κοντά της, κάνει νάζια και δροσερεύει η ψυχή σου.
Ίσως τη μίσησαν, γιατί δε μπόρεσαν ποτέ να την έχουν ολοκληρωτικά. Δίνεις τα πάντα για μια ώρα μαζί της, στο κύμα της, στη γεύση της, στο ψίθυρο της ανάσας της. Ποια γυναίκα δε θα τη ζήλευε; Έχει όλο το πακέτο παντού και πάντα σε οποιοδήποτε μέρος και σε οποιαδήποτε εποχή. Έχει αφανίσει γενιές και γενιές κι έχει σμιλέψει πολιτισμούς και θρύλους στο όνομά της. Ένα θηλυκό γεμάτο έκσταση και πάθος.
Για μένα σημαίνει πολλά η αγάπη της. Πλάι της έμαθα να κολυμπάω στ’ ανοιχτά. Μπόρεσα να αγαπήσω το σώμα μου και να αποκτήσω αυτοπεποίθηση. Στην παραλία έδωσα το πρώτο φιλί που είχε το άρωμά της και τη γεύση της. Σε κάθε χαρά και λύπη μου ήταν εκεί και περίμενε νέα μου. Δεν άλλαζε θέση ποτέ. Άλλοτε βέβαια νευρίαζε κι άλλοτε χαιρόταν, αυτό όμως δεν έχει να κάνει, ήταν πάντα εκεί για μένα. Εγώ για κείνη κι εκείνη για μένα.