Γράφει η Δήμητρα Γιαννοπούλου
Σε ευχαριστώ για όλα.
Σε ευχαριστώ που μπήκες στη ζωή μου τόσο ξαφνικά, τόσο παθιασμένα.
Σε ευχαριστώ κι ας έφυγες με τον ίδιο τρόπο.
Σε ευχαριστώ κι ας μην ξημέρωσε ποτέ εκείνο το “αύριο” που θα μας έβρισκε τρελά ερωτευμένους.
Σε ευχαριστώ κι ας μη μου έκανες εκείνο το ένα και μοναδικό χατήρι που σου είχα ζητήσει.
Όχι μόνο δεν με έκανες να ξεχαστώ, αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο, κάθε φορά, κάθε μέρα, φρόντιζες να μου θυμίζεις ποιος είσαι εσύ, ποια είμαι εγώ και κυρίως ποιος είναι εκείνος!
Όταν με φιλούσες, θυμόμουν ξανά τον τρόπο που με φιλούσε εκείνος.
Όταν μου χάιδευες τα μαλλιά, θυμόμουν το άγγιγμά του.
Όταν ένιωθα την ανάσα σου στο λαιμό μου, εκλεινα τα μάτια κι έβλεπα εκείνον.
Τον μύριζα ξανά. Με φιλούσες, χαμογελούσα.. και με ρωτούσες γιατί!
Δεν σου απάντησα ποτέ και με ρώτησες γιατί.
Δεν σου απάντησα ποτέ, ίσως από φόβο, ίσως από ντροπή, ίσως κι από οίκτο.
Δεν ξέρω..
Ξέρω μόνο πως δεν σου έχω μιλήσει ποτέ για εκείνον.
Και χαμογελούσα, γιατί στα μάτια σου, έβλεπα τα δικά του.
Γιατί στα χέρια σου, ένιωθα το άγγιγμά του.
Γιατί στην φωνή σου άκουγα την χροιά του.
Γιατί τίποτα δεν ήταν επαρκές μέσα σου για να τον σιγάσει μέσα μου.
Όταν γύρισα σπίτι, ξάπλωσα και δεν μου έλειπες.
Και τότε ήξερα…
Ήξερα πως ήμουν εγώ εκείνη που σε είχε χρησιμοποιήσει κι αυτό ήταν χυδαίο.
Έλεγα σε εσένα όσα δεν μπορούσα να πω σε εκείνον.
Ζητούσα από εσένα, όσα από εκείνον λαχταρούσα.
Σε άφησα να πιστεύεις πως έφυγες εσύ, για να μην χρειαστεί να σου εξηγήσω πως τα υποκατάστατα δεν γίνονται ποτέ πρωταγωνιστές.
Ήταν εύκολο να παίξω το ρόλο του θύματος.
Ήταν πιο εύκολο να ειμαι το θύμα παρά ο συνειδητός θύτης.
Η αλήθεια είναι όμως, πως δεν έφυγες, γιατί δεν υπήρξες ποτέ.
Γιατί ο μόνος που υπάρχει, ο μόνος που έχει υπάρξει, είναι εκείνος κι εγώ ανήκω σε εκείνον.
Σε εκείνον που ερωτεύομαι ξανά και ξανά.
Σε εκείνον που όταν με φιλάει, δεν κλείνω τα μάτια μου.
Τα ανοίγω για να σιγουρευτώ πως είναι εκείνος.
Ο δικός μου εκείνος.
Εκείνος που μπορεί να με έχει..