Με μια του λέξη κι η καταιγίδα, γίνεται νηνεμία..


Είναι κάποιες φορές στη ζωή, που διψάς για αγάπη, για τρυφερότητα, για τη γλύκα ενός όμορφου λόγου..
Έχεις στεγνώσει από την έλλειψη και την απουσία τους, νιώθεις σαν έρημος, άνυδρη και απομονωμένη.
Νιώθεις την ύπαρξή σου μάταια, τη ζωή σου χαμένη και το μυαλό σου κενό.
Η ελπίδα δε χωράει πια στο λεξιλόγιο της σκέψης σου και η εγκατάλειψη φαντάζει πραγματικότητα.
Ορθωμένη μπροστά σου, γελάει ειρωνικά η μοναξιά, σου γνέφει με το αρπακτικό της χέρι να πας κοντά της.
Και ξάφνου.. αισθάνεσαι ένα σκίρτημα, ένα δάχτυλο σου χτυπά ρυθμικά τον ώμο και σε αιφνιδιάζει.. γυρίζεις και βλέπεις την αιτία που θρυμμάτισε τη σιωπή σου.
Σαν αέρας, ήρθε και κάθισε δίπλα σου. Σου έδωσε το χέρι και συ το έπιασες. Ζεστό, γνώριμο, θαρρείς.
Δε μιλάς. Δε μιλάει. Μόνο αναπνοές στο χώρο.
Σε κοιτάζει. Σηκώνεις το βλέμμα σου και τον αντικρίζεις, για πρώτη φορά.
Βλέπεις δύο πανέμορφες, γαλήνιες θάλασσες, διάφανες σχεδόν.
Μια λέξη έρχεται και καρφώνεται στο συγχυσμένο νου σου.. Νηνεμία.
Ο πόλεμος, που μαινόταν μέσα σου, παγώνει σαν εικόνα σε χαλασμένη τηλεόραση.
Παύση. Παύση, να περάσει όλη η ζωή μπροστά απ’ τα μάτια σου, σαν το θορυβώδες αίμα μέσα στο σαστισμένο σου κεφάλι..
Φοβάσαι να μιλήσεις, μην τυχόν και σπάσεις αυτή την πολύτιμη στιγμή.
Ακόμα κι η ανάσα σου γίνεται ανεπαίσθητη, κρυστάλλινη.
Τολμάς να κουνηθείς, με μια λεπτή, χειρουργική προσοχή, μην ταράξεις τον αέρα και διαλυθεί το όνειρο σε σκόνη..
Σηκώνεσαι, βουτάς μέσα στις δύο θάλασσες, του σφίγγεις το χέρι και ψιθυρίζεις “Σ’ ευχαριστώ που ήρθες”.