Εγώ θα σου επιστρέψω τα ψεύτικα “σ’αγαπώ” κι εσύ θα με απαλλάξεις από το θυμό μου..

Γράφει η Δωροθέα Σαμαρά
Βαδίζω μονάχη στους έρημους δρόμους. Ωρα τρεις το πρωί κι η νύχτα με κοιτά κι αγριεύει. Βλέπω το βλέμμα της κάτω από το αχνό φως του φανοστάτη στο δρόμο. Μια παρείσακτη κι ενοχλητική παρουσία είμαι, ακόμη και για αυτήν. Ο ήχος των τακουνιών μου παρεισφρύει στον κόσμο της και ταράζει την ηρεμία της, την εκνευρίζει. Σαν μια πόρνη-παρθένα στέκεται σε κάθε μια γωνία τριγύρω μου και κοιτώντας με με το ενοχλημένο της ύφος, μου δείχνει ξεκάθαρα πως τούτη η στιγμή του χρόνου δε μου ανήκει πια.
Μα, φταίει ο ύπνος που κι απόψε αρνήθηκε να έρθει κοντά μου. Έστω, να μου κρατήσει παρέα για ένα ακόμη τσιγάρο. Αναρωτιέμαι, αν έχασε πάλι το δρόμο ή αν άκουσε τις κραυγές μου κι έτρεξε τρομαγμένος ξανά να κρυφτεί!
Ακόμη κι αυτός δειλιάζει πια να μου χτυπήσει την πόρτα. Ίσα που πλησιάζει στο πλατύσκαλο του μυαλού μου και κοντοστέκεται. Κοιτάζει δειλά δειλά τις σκέψεις μου, εκείνες που κάθε βραδυ πια θρηνούν τις χαμένες στιγμές μας, κατεβάζει το κεφάλι και φεύγει. Ακόμη κι ο ύπνος νιώθει περισσότερη ντροπή από σένα, για τον πόνο που μου χάρισες. Από σένα, που δε ντράπηκες να με πυροβολήσεις πισώπλατα και να δηλώσεις με θράσος πως βρισκόσουν σε άμυνα. Μα, αγάπη μου, δε σου έχει πει κανείς πως οταν αμύνεσαι, κοιτάς τον άλλον μες στα μάτια και προειδοποιείς πριν τη βολή σου;
Εσύ, όμως, μου έριξες τα πυρά σου, τη στιγμή που ανυποψίαστη φλέρταρα με την ευτυχία και της χαμογελούσα. Κι ενώ εκείνη μού κουνούσε τα χέρια, δείχνοντας μου εσένα που είχες πίσω μου το χέρι στην σκανδάλη, εγώ η ανόητη νόμιζα πως μου ‘κανε συνιάλο κοντά της για να τρέξω. Δεν πρόλαβα όμως!
Δεν σε είδα, λοιπόν. Δεν είδα τον κίνδυνο. Απλά ένιωσα τον πόνο. Το φριχτό εκείνο κάψιμο της προδοσίας καθώς διαπερνούσε τα σωθικά μου. Τόσο απότομο, τόσο ξαφνικό το χτύπημα, που δεν πρόλαβε καν η ψυχή μου να ουρλιάξει. Χτύπησες καρδιά. Θάνατος ακαριαίος.
Εννιά ζωές ειχα, μου στέρησες τη μία. Μα, έμειναν άλλες οχτώ, για να προλάβω να σε μισήσω, να σε θρηνήσω, να σε θάψω μέσα μου, να σε συγχωρήσω, να σε αποχαιρετήσω, να με γιατρέψω και να μπορέσω να συνεχίσω να ζω την επόμενη. Ακόμη βρίσκομαι ατο πρώτο σκαλί, όπου θρήνος και μίσος γίνονται ”ένα” και παίζουν με το μυαλό μου παρέα.
Τυλίγω το παλτό μου ακόμη πιο σφιχτά γύρω από το κορμί μου. Η παγωνιά της νύχτας παλεύει μέσα μου να χωθεί. Όχι για να ζεσταθεί, απλά για να με διώξει από τους δρόμους της.Να πω πως δεν την καταλαβαίνω; Μα, έχω αποστολή και πρέπει να την ολοκληρώσω.
Σηκώνω το γιακά, φορώ και την κουκούλα, να κρύβω πιο εύκολα τις ουλές που άφησες πάνω μου, μέσα μου, παντού. Τα βήματά μου με σέρνουν στα σοκάκια που περπατήσαμε μαζί τόσες και τόσες φορές. Τότε που ακόμη με αγαπούσες, όπως έλεγες. Βαδίζω πάνω στα ίχνη που καίνε ακόμη, αγγίζω τους τοίχους που πάνω τους με αγκάλιαζε σφιχτά ο έρωτάς σου κι ο πόθος σου μού μάτωνε τα χείλη με τα λαίμαργα φιλιά του. Σε εκείνες τις κρυφές γωνιές! Θυμάσαι; Εκεί που η ηδονή έβρισκε κρυψώνα για να φανερωθεί. Και τώρα πια φιλοξενούν μόνο στιγμές – φαντάσματα και τον απόηχο ενός γέλιου ξεχασμένου.
Κάποτε κρατούσα εδώ τα χέρια σου σφιχτά και τα στήθη μου φλέγονταν από έρωτα για σένα. Τώρα κρατώ μονάχα τσαλακωμένα λόγια κι υποσχέσεις σε χαρτιά και μόνο ο θυμός ανάβει μέσα μου φωτιά.
Σε ψάχνω. Σε ψάχνω κι απόψε όπως και κάθε άλλη προηγούμενη νύχτα. Σε αναζητώ σε κάθε γωνιά της πόλης τούτης. Κάθε ώρα του χρόνου, ακόμη και στις τρεις το πρωί, όπως και τώρα. Γιατί, αγάπη μου, για να σε θαψω μέσα μου και να σε θρηνήσω, πρέπει πρώτα να σκοτώσω μέσα μου κάθε τι που από σένα έχει απομείνει. Και για να σε συγχωρήσω, θα πρέπει πρώτα να κατανοήσω το ” γιατί ”. Έχω ένα χρέος απλήρωτο. Να σου επιστρέψω τα όνειρα που έχτισες μέσα στα τόσα γράμματά σου κι εσύ να μου παραδώσεις μια εξήγηση που μου χρωστάς. Να σου δώσω πίσω τα ψεύτικα ” σ’αγαπώ ” σου και τις απατηλές σου υποσχέσεις κι εσύ να σβήσεις μέσα μου το θυμό μου με έναν τίμιο και μόνο λόγο! Αυτό ζητάω μόνο. Μιαν τίμια εξήγηση, αντρίκια, κοιτώντας με στα μάτια. Δίκαιη ανταλλαγή, δε νομίζεις;