Αρκετά με πούλησα για χάρη σου…Τώρα θέλω τη ζωή μου πίσω!

Γράφει η Λία Ευαγγελίδου
Θέλεις να ζω στον κόσμο που εσύ έφτιαξες. Θέλεις να είμαι ο καθρέπτης σε ότι εσύ επιθυμείς. Με ρώτησες ποτέ αν μπορώ; Πως μπορώ να είμαι καλά αν δεν είμαι ο εαυτός μου; Πως μπορώ να μπω στο καλούπι που εσύ δημιούργησες, για να είσαι εσύ καλά; Πως μπορώ να απαρνηθώ εμένα, για να είμαι αρεστή σε σένα; Μου έφτιαξες ένα χρυσό κλουβί και με έβαλες μέσα. Αλλά ακόμα κι αυτό φυλακή είναι.
Λες πως με αγαπάς. Αγάπη είναι αυτό; Αγάπη είναι να θες τον άλλο γι’ αυτό που είναι, όχι γι αυτό που θες εσύ να είναι. Μην με αλλάζεις. Μην μου στερείς τον εαυτό μου. Σε αγάπησα και σε άφησα να σχεδιάζεις κι εγώ απλά ακολουθούσα, από φόβο μη σε χάσω. Και τελικά έχασα εμένα. Δεν με αναγνωρίζω.
Στέκομαι απέναντι από τον καθρέπτη και γελάω, αλλά το είδωλο μου κλαίει.Το ακούω που μιλάει, αλλά το στόμα μου παραμένει ερμητικά κλειστό. Κλείνω τα αυτιά μου, γιατί οι αλήθειες που ακούω πονάνε. Πάψε σταμάτα να μιλάς. Σκάσε επιτέλους. Μαχαιριές τα λόγια του στην καρδιά μου. Κλείνω τα μάτια για να φύγει η εικόνα αυτή από τον καθρέπτη μου. Τον παρακαλώ να φύγει, να το βουλώσει, να με λυπηθεί. Αλλά ανοίγω τα μάτια και είναι ακόμα εκεί.
Με κοιτάει βαθιά στα μάτια, σωπαίνει και σκέφτομαι ότι τελείωσε το μαρτύριο. Αλλά εκείνος με φτύνει. Ήταν η χαριστική βολή. Με ξεφτίλησε που τον πούλησα, με ντρόπιασε που τον παραμέλησα, μου θύμωσε που τον έβαλα στην άκρη και δεν τον σκέφτηκα ούτε μια στιγμή. Γιατί τον πούλησα για να είναι κάποιος άλλος καλά. Γιατί τον ποδοπάτησα και δεν άκουσα ούτε μια στιγμή τις κραυγές του, όταν πνιγόταν.
Μου θύμισε ότι στα δύσκολα ήταν μόνο αυτός δίπλα μου και με κράτησε, όταν εγώ τσακίστηκα. Γιατί με έπαιρνε αγκαλιά τις στιγμές που λύγιζα και σκούπιζε τα δάκρυα μου, δίνοντας μου κουράγιο για την συνέχεια. Γιατί μόνο αυτός ήταν δίπλα μου σε όλα. Δεν με πούλησε ποτέ και με έμαθε ότι έχω δικές μου πλάτες και μόνο σε αυτές να στηρίζομαι. Γιατί μου είπε ότι ακόμα και η χρυσή φυλακή που με έβαλες, παραμένει φυλακή. Ούρλιαζε λέγοντας μου ότι όποιος αγαπάει, αγαπάει αυτό που βλέπει στον άλλο, αγαπάει αυτό που είναι ο άλλος, δεν τον αλλάζει. Φεύγοντας μου είπε να προσέχω πρώτα αυτόν, γιατί κανείς δεν θα το κάνει αυτό για μένα.
Γυρίζω και βλέπω το κλουβί που μου έφτιαξες καμωμένο από χρυσάφι. Διστάζω να μπω πάλι μέσα. Αρχίζω πάλι να πνίγομαι. Όχι, μάγκα μου, όσο και να σε αγαπάω, δεν θα μπω. Κι αν λες πως με αγαπάς, άσε την πόρτα ανοιχτή στο κλουβί. Βάλε με στη φυλακή, αλλά μπες μαζί μου και άσε την πόρτα ανοιχτή να δραπετεύουμε μαζί. Αγάπα με γι’ αυτό που είμαι. Με πούλησα ακριβά για να είσαι εσύ καλά και τώρα ήρθε ο καιρός να με ξαναπάρω πίσω.
Κοιτάω στον καθρέπτη και φωνάζω το είδωλο μου. Το βλέπω να μου χαμογελάει. Του απλώνω το χέρι και του λέω να πορευτούμε μαζί ξανά και όποιος επιθυμεί να μας ακολουθήσει. Όποιος μας αγαπάει, να μας αποδέχεται γι’ αυτό που είμαστε κι όχι γι’ αυτό που θέλει εκείνος. Μου πιάνει το χέρι σφικτά, μου χαμογελάει και μου λέει “είμαι εδώ, πάμε”.
Βουρκώνω και το μόνο που ψιθυρίζω είναι μια συγνώμη.
Συγνώμη, εαυτέ μου, για όλα!!!