Γράφει ο Κωνσταντινος Καρύδης
Πού χάθηκες;
Πού έψαξες;
Kι αν σε ρωτήσουν τι απογίναμε εμείς οι δυο, να τους πεις πως χαθήκαμε μέσα σε κάτι φουσκωμένους εγωισμούς.
Να τους πεις πως, κανείς μας δεν προσπάθησε, όχι γιατί δεν ήθελε, όχι γιατί δεν άξιζε, μα γιατί τ ‘αδηφάγα μας “εγώ”, νικήσανε το υπόλοιπο μας “είναι”.
Και κάπως έτσι εμείς οι δυο χαθήκαμε, σε μία άδοξη κακιά στιγμή.
Φαίνεται δεν ήταν δυνατές οι όμορφες στιγμές μας για ν’αντέξουν.
Ίσως να χτίσαμε τα κάστρα μας στην άμμο κι έτσι, ένα φύσημα ανέμου, στάθηκε αρκετό να τα γκρεμίσει.
Φαίνεται πως πιστεύαμε ο ένας για τον άλλον πράγματα ουτοπικά. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί κανείς δεν ήξερε.
Οι προσδοκίες μας ήταν τόσο υψηλές που τελικά χαθήκανε στο τίποτα. Μία ανθρώπινη σχέση για να φτιαχτεί χρειάζεται δύο και δύο για να γκρεμοτσακιστεί. Κι οι δύο είναι υπεύθυνοι για ότι της συμβεί…
Κι είναι τόσο άδικο, τόσο μεγάλο κρίμα, να χάνεις κάτι που το θωρούσες ακριβό και σπάνιο, κάτι που πίστευες ότι ποτέ σου δεν θα χάσεις.
Έναν άνθρωπο δικό σου που τελικά εκείνος ο καφές που ήπιατε, ήταν ο τελευταίος, μα κανείς από τους δύο δεν το ήξερε κι έτσι ανέμελοι γελούσατε με την ψυχή σας.
Εκείνη την όμορφη μέρα που κανείς δε φανταζόταν.
Δεν θα μπορούσε άλλωστε να φανταστεί πως θα ερχόταν η στιγμή που τυχαία θα συναντιόσασταν και τίποτα δεν θα’ταν πιά όπως πριν.
Αυτός ο άνθρωπος που ήταν κάποτε ο πιο δικός σου, τώρα δεν είναι παρά ένας ξένος, ένας περαστικός, κάποιος που κάτι σου θυμίζει απ’τα παλιά, από εκείνα που δεν θέλεις να θυμάσαι.
Τον τοποθέτησες στο κουτάκι των αναμνήσεων και πιά δεν το ανοίγεις γιατί δεν θέλεις να πονάς.
Κι όμως πονάς, γιατί ούτε εσύ προσπάθησες.
Γιατί όταν θέλεις να κρατήσεις έναν άνθρωπο στην ζωή σου, παλεύεις σαν αγρίμι γι’αυτόν.
Κατεβάζεις άστρα αν χρειαστεί. Διανύεις χιλιόμετρα. Γυρνάς τον κόσμο ανάποδα.
Ισοπεδώνεις τον υπέρμετρο εγωισμό σου, και τον κρατάς.