Γράφει η Λιάνα
Κι όταν η μοναξιά σου γίνεται άγριο θηρίο και σου δείχνει τα δόντια της, χάρισε της το πιο ειλικρινές σου χαμόγελο και θύμισε της πως είστε μαζί τόσο καιρό, που είναι μάταιο να θεριεύει τόσο. Ημέρωσε τη, άγγιξε την απαλά. Πόσα και πόσα δεν έχετε περάσει μαζί.
Κι όταν αρχίζει το μαρτύριο της νοσταλγίας εκείνων που τόσα χρόνια, δυστυχώς, σε κοιτούν από ψηλά και η ανάμνηση τους γίνεται λεπίδα και χαρακώνει το μυαλό και τη ψυχή σου, κλείσε τα μάτια, φέρε την εικόνα τους μπροστά σου κι έτσι άυλα και μαγικά, αγκάλιασε τους. Δες νοερά στιγμές, πρόσωπα, άκου χροιές, κουβέντες και ανέσυρε στη μνήμη σου τα πολύτιμα συναισθήματα, που είναι η μεγαλύτερη κληρονομιά σου. Γιατί οι άνθρωποι χάνονται πραγματικά μόνο όταν τους ξεχνάς.
Κι αν υπάρχουν δάκρυα στα μάτια σου, που τα εμποδίζεις είτε από ντροπή, είτε από εγωισμό, να κυλήσουν, σταμάτα πια. Άστα να πέσουν, να βγει από μέσα σου κάθε πίκρα, κάθε παράπονο, κάθε αδικία. Δώσε σε σένα την ευκαιρία να ανασάνεις, να λυτρωθείς, να ξεσπάσεις. Αδύναμοι είναι εκείνοι που φοβούνται να νιώσουν.
Κι αν στα χείλη σου υπάρχουν “σ’ αγαπώ” ή “συγγνώμη”, που δεν τα χεις πει ποτέ και καίνε τις πιο δικές σου σκέψεις, μη χάνεις στιγμή. Η ζωή έχει έναν φρενήρη ρυθμό που κινείται και όλα, σε ένα ανοιγόκλεισμα των ματιών, αλλάζουν. Κι αν μείνεις με το απωθημένο όσων δεν εκφράστηκαν ποτέ, σίγουρα η καρδιά σου θα πονέσει, για όσα έχασες, για δύο τρεις λέξεις που δεν είπες. Ο άνθρωπος γεννήθηκε για να μοιράζεται, μην το ξεχνάς.
Κι αν κουράστηκες ο ρόλος σου να είναι δεύτερος, συγκαταβατικός, φτάνει απλά να πεις το πρώτο “όχι” και να αρπάξεις το μέλλον, το δικό σου μέλλον απ’ τα μαλλιά και να πορευτείς, στα δικά σου θέλω, μακρυά από κάθε τοξικότητα. Κι αν ο δρόμος είναι πιο δύσκολος έτσι, δεν τρέχει τίποτα. Έχουν κι οι γρατσουνιές την αξία τους. Κανείς δεν ήρθε σ’ αυτόν τον κόσμο νικητής. Όποιος όμως τελικά κέρδισε τον εαυτό του, τις νύχτες, σίγουρα, κοιμάται πιο ήρεμος…