Γράφει η Βίκυ Πλευρίτη
Λίγο μετά τα γλέντια, όταν οι χοροί κοπάσουν και όταν ο κάθε κατεργάρης γυρίσει τον πάγκο του, την ώρα εκείνη που οι δαίμονες ξυπνούν και αρχίζουν να βγαίνουν στη φόρα.
Όταν η ώρα της παρέας, η ώρα του πανηγυριού ρίχνει τίτλους τέλους.
Άλλοι γυρνούν στα τσαρδιά τους συντροφιά και άλλοι με δάκρυα στα μάτια. Με ένα πόθο γλυκό να βγαίνει σε ένα «αχ».
Ένα πόθο για έναν νέο τίτλο.
Είναι βαριά η καλογερική και η εν κόσμω! Πόσοι καημοί το σούρουπο ακούγονται σαν αντίλαλοι δυνατοί σε μια βαθιά χαράδρα. Που μόνο όσοι ζουν μονάχοι μπορούν να αφουγκραστούν και ανοίγουν τα αφτιά τους και ανοίγουν και το στόμα τους και ξεφωνίζουν και λυπούνται για τους παρόμοιους τους και για τους ίδιους.
Αν δε φορέσεις τα παπούτσια του άλλου πώς να καταλάβεις! Δεν είσαι ο μόνος, μα είσαι τόσο μόνος και προσπαθείς να πατήσεις εκείνο το κουμπί που λένε πως υπάρχει στο μυαλό και να σκεφτείς κάτι άλλο. Πιάνεσαι με τις δουλειές μα κάπου τα χέρια σου αντιλαμβάνεσαι πως τρέμουν και οι σκέψεις σου κάνουν τον ίδιο κύκλο.
Μην τάχα μονάχος σου διαβείς και την υπόλοιπη ζωή σου.
Η ελπίδα και η επιθυμία γίνονται μαχαίρι κοφτερό που νιώθεις πως σε κόβει, μα το χεις ξαναπάθει κάμποσες φορές και ξέρεις πως το αίμα θα τρέξει. Αλλά γνωρίζεις και πως να το γιατρέψεις. Κάποιοι στη σκέψη της κόκκινης σταγόνας λιποθυμούν, μα εσύ απλά ξέρεις πως αν την αφήσεις χωρίς να την πιέσεις αργά ή γρήγορα θα λιποθυμήσεις.
Δεν σου επιτρέπεται λοιπόν ούτε να λιποθυμήσεις γιατί κανείς δε θα ναι δίπλα σου για να σε συνεφέρει. Μόνος σου λοιπόν γιατροπορεύεσαι μόνος σου προλαμβάνεις. Μόνος σου πήγες στη γιορτή, και μόνος σου επιστρέφεις!
Μόνος σου θα κοιμηθείς το βράδυ, μόνος σου θα ξυπνήσεις και όπως τα φέρει η ζωή γιατί οι επιθυμίες ούτε και αυτές σου επιτρέπονται γιατί ξέρεις από κοφτερά μαχαίρια.
Σουρούπωσε και σήμερα ψυχή μου, ξάπλωσε και αύριο μέρα είναι έχει ο Θεός!