Γράφει ο Πάνος Θεοδώρου
Το «όχι» δεν είναι παρακαλετό, δεν είναι μισή απάντηση, δεν χρειάζεται υποσημειώσεις. Είναι ολόκληρη φράση, ένα τέλος ή μια αρχή, ανάλογα με το πώς θα το πεις και πώς θα το δεχτούν. Κι όμως, μεγαλώσαμε με την αίσθηση ότι πρέπει να το μαλακώνουμε. Να το τυλίγουμε με δικαιολογίες, να το συνοδεύουμε με «ίσως», με «θα δούμε», με «δεν είναι η κατάλληλη στιγμή».
Μόνο που έτσι καταλήγεις να ακυρώνεις τον εαυτό σου. Γιατί κάθε φορά που μασάς το «όχι» σου, χαρίζεις κομμάτι από τον χρόνο, τα όρια, την ψυχή σου. Και τότε δεν φταιν οι άλλοι που σε παραβιάζουν – εσύ τους το επέτρεψες.
Το «όχι» είναι στάση ζωής. Δεν είναι αγένεια, δεν είναι σκληρότητα. Είναι επιλογή. Είναι η γραμμή που τραβάς για να προστατεύσεις όσα κουβαλάς μέσα σου. Και, ναι, θα ενοχλήσει. Θα θυμώσει κάποιον. Θα χαλάσει ισορροπίες. Αλλά καλύτερα να σπάσει μια ισορροπία παρά να σπάσεις εσύ.
Στην παιδική ηλικία το «όχι» το ακούγαμε σαν απαγόρευση. Στην ενήλικη, μαθαίνουμε ότι είναι σωτηρία. Είναι η φωνή που σε προστατεύει από ανθρώπους, καταστάσεις και συμβιβασμούς που σου ρουφούν τον αέρα. Δεν είναι τείχος· είναι φίλτρο. Και δεν χρειάζεται εξήγηση.
Όταν λες «όχι», δηλώνεις ότι ξέρεις ποιος είσαι και τι θες. Κι εκείνοι που σε σέβονται, θα σεβαστούν και την άρνησή σου. Οι υπόλοιποι, ας φύγουν. Στο κάτω-κάτω, δεν χρωστάς σε κανέναν τη δική σου σιωπή, ούτε το δικό σου «ναι» που ειπώθηκε με το ζόρι.
Το «όχι» είναι απελευθέρωση. Είναι το πιο καθαρό «ναι» στον εαυτό σου.
