Γράφει η Ράνια Σταθάκη
Τον γνώρισες. Σε πλησίασε με σιγουριά, με εκείνη τη γοητεία που σε κάνει να λες «επιτέλους, κάποιος που ξέρει τι θέλει». Μιλάει όμορφα, έχει χιούμορ, είναι ζεστός, προστατευτικός, ενδιαφέρεται για σένα. Όλα μοιάζουν σωστά. Κι εσύ, κουρασμένη από τα μισά και τα ψεύτικα, θες να πιστέψεις πως αυτή τη φορά βρήκες κάτι αληθινό.
Μόνο που σύντομα καταλαβαίνεις πως κάτι δε δένει. Μιλάει πολύ, αλλά κάνει λίγο. Υπόσχεται τα πάντα, αλλά λείπει όταν χρειάζεσαι τα απλά. Ξέρει να περιγράφει το μέλλον, αλλά δυσκολεύεται να σταθεί στο παρόν. Κι εσύ, εκεί κάπου ανάμεσα στα μεγάλα του λόγια και τις μικρές του πράξεις, αρχίζεις να καταλαβαίνεις.
Δεν θέλει εσένα, θέλει την ιδέα σου. Θέλει να νιώθει σημαντικός, να ακούει τον εαυτό του να λέει μεγάλα λόγια, να βλέπει στα μάτια σου τον θαυμασμό που του λείπει από αλλού. Δεν είναι έρωτας αυτό — είναι εγωισμός ντυμένος με ρομαντισμό. Και όσο πιο πολύ μιλάει, τόσο πιο πολύ αδειάζει. Γιατί οι πράξεις, μάτια μου, έχουν βάρος. Τα λόγια, καθόλου.
Στην αρχή σε μπερδεύει η γοητεία του. Νομίζεις πως απλώς χρειάζεται χρόνο. Όμως ο χρόνος δεν αλλάζει τους ανθρώπους· απλώς αποκαλύπτει ποιοι είναι. Κι εκείνος είναι ακριβώς αυτό που βλέπεις: μεγάλα λόγια, μηδέν συνέχεια. Θέλει να σε εντυπωσιάσει, όχι να σε κατακτήσει. Θέλει να τον πιστέψεις, όχι να τον ζήσεις.
Κι εσύ; Θες κάτι απλό. Να είναι εκεί. Όχι στα σχέδια, αλλά στις στιγμές. Όχι στα λόγια, αλλά στα βλέμματα. Κι αφού δεν μπορεί, άσ’ τον. Μην εξηγείς, μην περιμένεις, μην διορθώνεις. Δεν είναι ότι ζητάς πολλά· ζητάς τα σωστά. Κι εκείνος δεν τα έχει.
Φύγε όσο είναι νωρίς. Πριν γίνεις άλλο ένα όνομά του στα παραμύθια που λέει στους επόμενους.