Όταν πάψαμε να σπαταλιόμαστε με λάθος ανθρώπους.
Γράφει ο Ιάκωβος Καζαντζής
Με κλάματα και λιγμούς με βρήκες ξαπλωμένο.
Δεν ξέρω πού βρήκες το θάρρος και άνοιξες την πόρτα του δωματίου μου και μπήκες. Με κλειστά ρολα και στο απόλυτο σκοτάδι με πλησίασες, κάθισες, πιάνοντας μου το χέρι και μου είπες, “τι έχεις, γιατί κλαις, μόλις χώρισα.”
Τότε άνοιξα τα μάτια μου να σε δω. Είδα τα μάτια σου δακρυσμένα και ορθάνοιχτα. Δεν σε περίμενα έτσι, ανασηκώθηκα σφίγγοντας σου χέρι και σε αγκάλισα.
Δεν ξέρω πώς, άρχισα να σε φιλάω στο λαιμό και δεν αντέδρασες. Συνέχισα μέχρι που άγγιξα τα χείλη σου και πάλι δεν αντέδρασες. Κάναμε έρωτα χωρίς να ανταλάξουμε κουβέντα.
Ήθελα να ξέρεις πως ονειρεύτηκα την στιγμή και ζώντας την ένοιωσα παράλυτος να αντιδράσω. Την ρούφηξα δίχως να σκεφτώ τίποτα, δίχως να θέλω να τελειώσει, να τελειώσω. Σε ήθελα πολύ και το ήξερες μα και δύο βρισκόμασταν με τους λάθους ανθρώπους.
Και να τώρα πως ήρθε η στιγμή και ξέσπασε η καρδιά, παραμερίζοντας τα πάντα, γιατί η ίδια δεν έχει και δεν θέτει φραγμούς. Σφίξε με όσο μπορείς να αντέξεις και μην σκέφτεσαι τίποτα.
“Ειμαι εδώ για σένα και δεν σε αφήνω”, μου ψιθύρισες. Ξάπλωσες πλάι μου και κοιμηθήκαμε αγκαλιά. Ήταν ο καλύτερη νύχτα που ζούσα εκείνη την στιγμή. Με λάθους ανθρώπους, γιατί;