Γράφει η Ράνια Σταθάκη
Φεύγοντας, πήρες μαζί σου τον χειρότερο εαυτό μου. Αυτόν που φοβόταν να μιλήσει, που κατάπινε λέξεις και άφηνε τον θυμό να τον τρώει από μέσα. Αυτόν που γινόταν μικρός για να χωρέσει στις απαιτήσεις σου. Αυτόν που μάλωνε με τον καθρέφτη του γιατί έμοιαζε κουρασμένος, αδύναμος, λίγος.
Δεν το κατάλαβα αμέσως. Στην αρχή, η απουσία σου μού φάνηκε σαν κενό που έπρεπε να γεμίσω. Με συνήθειες, με πρόσωπα, με λέξεις που δεν σήμαιναν τίποτα. Μα όσο περνούσε ο καιρός, ένιωθα κάτι περίεργο: μια ελαφρότητα. Σαν να έβγαλα από πάνω μου ένα βαρύ παλτό που το φορούσα κατακαλόκαιρο. Η σιωπή σου έγινε χώρος για να ξαναβρώ τη φωνή μου.
Μαζί σου έφυγαν και οι άμυνες που είχα χτίσει για να αντέχω την τοξικότητά σου. Έφυγαν οι δικαιολογίες που έλεγα στον εαυτό μου για να μην παραδεχτώ ότι πονούσα. Έφυγε η ανάγκη να αποδείξω πως αξίζω, γιατί κατάλαβα ότι δεν χρειάζεται να αποδείξω τίποτα σε κανέναν που δεν βλέπει την αξία μου.
Ίσως να νομίζεις πως μ’ άφησες πληγωμένη. Κι όμως, φεύγοντας, μου έκανες το μεγαλύτερο δώρο: με άφησες ελεύθερη από τον χειρότερο εαυτό μου. Αυτόν που είχες μάθει να τρέφεις για να νιώθεις δυνατός. Δεν σου θυμώνω γι’ αυτό. Σε ευχαριστώ. Γιατί τώρα μπορώ να σταθώ πιο όρθια από ποτέ.
Δεν είμαι πια εκείνη που φοβόταν να χάσει. Δεν είμαι εκείνη που έβαζε την αγάπη σου πάνω από την αγάπη για τον εαυτό της. Δεν είμαι εκείνη που νόμιζε ότι χωρίς εσένα δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Έμαθα ότι η αξία μου δεν εξαρτάται από την παρουσία κανενός.
Φεύγοντας, άδειασες χώρο για να γεμίσει με φως. Και αυτό το φως δεν θα το σβήσει κανένας. Ο χειρότερος εαυτός μου πέθανε μαζί σου. Ο καλύτερος εαυτός μου γεννήθηκε την επόμενη μέρα.
Σ’ ευχαριστώ που έφυγες. Γιατί με τον τρόπο σου, μου έμαθες πώς είναι να μένω.