Γράφει η Λίνα Παυλοπούλου
«Μες σ’ αυτή τη βάρκα είμαι μοναχή κι έχω συντροφιά μου κάτασπρο πουλί…» λένε οι στίχοι του Χατζηδάκη.
Πόσες βάρκες δεμένες σε λιμανάκια απάνεμα κι άλλες σε φουρτουνιασμένα απόμακρα.
Τον κύρη τους περιμένουν να τις ξανοίξει στ’ ανοιχτά. Νύχτα τον ανταμώνουνε στα καλύτερα σεργιάνια.
Κι άλλοτε νωρίς με το χάραμα, με την πρωινή δροσούλα, παρέα με τους γλάρους και τα θαλασσοπούλια, να μοιράζονται τα μυστικά τους στην αλμύρα της θάλασσας, εκεί που δεν ακούει κανείς, παρά μόνο ο αγέρας ο θαλασσινός που ξαλαφρώνει το νου κι ανοίγει την καρδιά.
Σαν τις βάρκες είναι κι άνθρωποι! Όλο σεργιανίζουν μα τ’ απάνεμο λιμάνι τους γυρεύουν για να βρουν.
Όλο ταξίδια μακρινά ονειρεύονται μα δεμένα στο μουράγιο ξεχνούν τα όνειρά τους.
Κι όταν φουρτούνες, καταιγίδες και μπόρες βρεθούν στο πέρασμά τους, ξέρουν πως ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται.
Ρώτησαν κάποτε ένα γεράκο που κάθονταν με τις ώρες και χάζευε τη βάρκα του, «ε, παππού, τι κάθεσαι εκεί σαν απολιθωμένος με τις ώρες και κοιτάς;»
Κι εκείνος γύρισε αργά το κεφάλι του και τους είπε «κοιτάω την κυρά μου και καμαρώνω για τα ταξίδια που κάναμε τόσα χρόνια μαζί και τώρα μου καμώνεται σα νια, πως θέλει και πάλι να τη βγάλω μεσοπέλαγα, όμως εγέρασα πια και θέλω να αράξω εδώ να».
Εκείνοι σάστισαν και είπαν, πάει τα έχει χάσει ο γεράκος.
Μα ο γεράκος τα ‘χε τετρακόσια γιατί είχε ανοιχτό αυτό που δεν είχαν εκείνοι!
Είχε ανοιχτή την καρδιά του όπως ανοιχτά είχε για χρόνια τα πανιά της βάρκας, της κυράς του.
Τα καλύτερα ταξίδια τα κάνουμε όταν έχουμε ανοιχτά τα πανιά της κυράς μας, της κυράς μας της καρδιάς.