Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Πόσο πολύ ήθελα να το κερδίσεις το στοίχημα.
Να χάσω.
Να χαμογελάσω και να παραδεχτώ πως αυτή τη φορά το ένστικτό μου έπεσε έξω, πως δεν ήξερα τα πάντα, πως υπήρχε κάτι που δεν είδα, κάτι που δεν μπόρεσα να νιώσω πριν τη μετωπική μαζί του.
Πως η αλήθεια σου, ήταν μεγαλύτερη από την κυνικότητά που μου έκανες δώρο για να πορεύομαι.
Ξέρεις τι ευλογία θα ήταν;
Να κάνω λάθος για μια φορά.
Να μην επιβεβαιωθώ.
Να δω έναν άνθρωπο να σπάει τον κύκλο, να ανατρέπει την προβλέψιμη κατάληξη, να με διαψεύδει.
Μα τι κρίμα…
Πόσο προβλέψιμος τελικά αποδείχθηκες.
Τόσο που δεν άφησες ούτε μια μικρή ρωγμή αμφιβολίας, έτσι για την αλητεία.
Ήσουν από εκείνους που τους νιώθεις πριν τους δεις.
Που μπαινοβγαίνουν στις ζωές σαν αεράκι, μα στο τέλος αφήνουν μόνο ένα κρύο ρεύμα πίσω τους — τίποτα αληθινό, τίποτα βαθύ, τίποτα άξιο μνήμης.
Δεν το έχασα το στοίχημα.
Και δεν χάρηκα γι’ αυτό. Δεν το απόλαυσα.
Η νίκη αυτή δεν έχει πανηγύρια, δεν έχει θριάμβους.
Έχει μόνο εκείνο το σιωπηλό «το ήξερα» που δεν θες ποτέ να έχεις δίκιο, γιατί το δίκιο εδώ δεν σώζει — απλώς επιβεβαιώνει πως οι άνθρωποι συχνά γίνονται μικροί, όχι επειδή δεν μπορούν να γίνουν μεγάλοι, αλλά επειδή δεν το τόλμησαν.
Εγώ;
Δεν χάρηκα που νίκησα.
Όσοι έχουν δει πολλά, όσοι έχουν κάνει βόλτα στην κόλαση κι έχουν γυρίσει πίσω, δεν χαίρονται με προβλέψιμα τέλη.
Απλώς συνεχίζουν.
Ίσως κάποτε να αξίζει να χάσω.
Ίσως κάποιος να σταθεί μπροστά μου και να με αναγκάσει να πω:
«Βλέπεις; Αυτή τη φορά έπεσες έξω.»
Μέχρι τότε, θα συνεχίσω να κερδίζω στοιχήματα που δεν έχω πια καμία διάθεση να βάζω.
 
						
						 
			 
						 
						 
																	 
																	 
																	 
																	 
																	 
																	