Γράφει η Λέλα Σακήλια
Μια λέξη σου, και θα είχα γυρίσει.
Κι αυτό είναι ίσως το πιο αληθινό και το πιο επικίνδυνο πράγμα που θα παραδεχτώ ποτέ. Γιατί για πολύ καιρό, κρατούσα ακόμη ανοιχτή εκείνη τη χαραμάδα μέσα μου. Εκείνη τη μικρή πόρτα που δεν ήθελα να παραδεχτώ πως υπήρχε. Μια λέξη σου, μια ένδειξη, ένα «έλα» που να μην ήταν μισό, να μην ήταν δειλό, θα αρκούσε. Θα είχα κάνει πίσω όλα τα βήματα που με μάτωσαν. Θα είχα ξεστρατίσει από τον δρόμο που με πόνεσε να χαράξω. Θα είχα γυρίσει.
Κι αυτό δεν σημαίνει αδυναμία. Σημαίνει αλήθεια. Σημαίνει πως όσο κι αν προσπάθησα να σφραγίσω τα μέσα μου, υπήρχε πάντα μια ρωγμή που είχε το όνομά σου. Μια ρωγμή που περίμενε μόνο μια λέξη για να γίνει ολόκληρη πόρτα. Μια λέξη. Αλλά δεν την είπες. Και ξέρεις κάτι; Δεν ξέρω αν δεν ήθελες… ή αν δεν μπόρεσες. Μα αυτό δεν αλλάζει το αποτέλεσμα.
Κάποτε πίστευα πως οι άνθρωποι χάνονται επειδή τους τελειώνει το συναίσθημα. Τώρα ξέρω πως χάνονται επειδή τους τελειώνει η δύναμη να προσπαθούν μόνοι τους. Γιατί όσο εγώ περίμενα εκείνη τη λέξη, εσύ περίμενες να κάνω άλλη μια υπέρβαση. Άλλο ένα βήμα. Άλλη μια υποχώρηση. Όμως όλα έχουν ένα όριο. Ακόμη κι οι άνθρωποι που αγαπούν βαθιά.
Κι έτσι, έφυγα. Με τον ίδιο τρόπο που σε αγαπούσα: σιωπηλά, αθόρυβα, χωρίς φωνές. Αν γύριζα, θα ήταν επειδή μου το ζήτησες εσύ. Αν έμενα, θα ήταν επειδή μου το έδειξες. Μόνο που δεν το έκανες.
Οπότε κράτησα τη σιωπή σου σαν απάντηση. Και την έκανα δύναμη. Και την έκανα απόφαση.
Μια λέξη σου, και θα είχα γυρίσει.
Μα από τη στιγμή που δεν την είπες, έμαθα να γυρνάω μόνο προς τα μπρος.
