Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Μια φορά κι έναν καιρό που λέτε, όχι πολύ παλιά, ήτανε ένα όμορφο κορίτσι που νόμιζε πως αγαπάει τον εαυτό της και δίψαγε πολύ να αγαπηθεί, κι ήρθε ένα αγόρι και της είπε, “θα σε αγαπήσω εγώ”!
Το κορίτσι αφέθηκε, και στην αρχή ήτανε όλα μια χαρά, έπαιρνε αγκαλιές, φιλιά, μα πάνω από όλα νοιάξιμο! Στην αρχή έβλεπε το αγόρι να την θέλει, να την ερωτεύεται, και με λόγια και με κάτι λίγες πράξεις.
Μα όσο περνούσε ο καιρός, το κορίτσι έπαψε να είναι πια κορίτσι.
Γέννησε παιδιά, άλλαζε πάνες, έπλενε βρακιά και κάλτσες, καθάριζε κρεμμύδια και πατάτες, ξεσκόνιζε τις σκόνες, σκούπιζε και σφουγγάριζε πατώματα και τοίχους κι ύστερα πήγαινε και για δουλειά.
Όσο περνούσε ο καιρός, το κορίτσι έγινε γυναίκα κι όλες οι υποχρεώσεις της την έκαναν να μην προφταίνει να αγαπάει πια τον εαυτό της, γιατί έπρεπε να αγαπάει όλους τους άλλους!
Αραιώσαν σιγά σιγά τα κομμωτήρια, δεν είχε χρόνο να φτιάχνει νύχια και μαλλιά, δεν ήταν πια προτεραιότητα οι ανάγκες της, γιατί πρώτα ήταν των άλλων οι ανάγκες. Έχασε την φρεσκάδα της, φανήκανε ρυτίδες και ο χρόνος την κατέβαλε.
Και κάπως έτσι, ο έρωτας ξεθώριασε, το νοιάξιμο ήταν μονόπλευρο και μόνο από την μεριά της. Οι αγκαλιές ξεχάστηκαν και τα φιλιά χαθήκαν.
Κάπως έτσι, πάνω σε έναν καναπέ, που στην μια πλευρά του ήτανε ο άγνωστος πια “άντρας” της κι από την άλλη βουλιάζανε τα θέλω της, μπροστά σε μια οθόνη που έπαιζε όλο ειδήσεις και ποδόσφαιρο και βάλτωνε η ζωή της.
Τα λόγια τα κάποτε γλυκά, γίναν σιωπές, παύσεις κι αδιαφορία.
Πάνω σε ένα κρεβάτι, που ο κάθε ένας είχε μια μεριά, μαζί με τον βαριεστήμενο πια έρωτα, κοιμότανε ληθαργικά τα κοριτσίστικα όνειρα της, ξεσκέπαστα και παγωμένα.
Κι όταν ξυπνούσε το πρωί, έφτιαχνε καφέδες, μα εκείνη έμενε πίσω να πίνει πάντα μόνη της ένα πικρό φαρμάκι, ακούγοντας ραδιόφωνο και την φωνή της μάνας της, που από παιδί της έλεγε, “Εσύ είσαι γυναικά και πρέπει να αντέχεις, πρέπει να ΄χεις υπομονή και να κρατάς το σπίτι σου, πρέπει να είσαι δυνατή”!
Κάπως έτσι λοιπόν, το άλλοτε διψασμένο για να αγαπηθεί κορίτσι, που έγινε γυναίκα, μόνο αγαπούσε και πια δεν αγαπιόταν, για την ακρίβεια, ποτέ δεν αγαπήθηκε, μονάχα χρησιμοποιήθηκε.
Κάπως έτσι σας λέω, πήγε χαράμι μια ζωή!
Μια μέρα που κατάλαβε, έπιασε από το μπράτσο σχεδόν βίαια την κόρη της και της είπε, “Κάθισε κάτω ένα λεπτό για να σου πω δυο λόγια, και να τα θυμάσαι σε όλη σου την ζωή. Εσύ είσαι κι άνθρωπος, εκτός από γυναίκα και πρέπει και να θέλεις, εκτός από το να αντέχεις.
Έμενα λάθος μου τα είπε η μάνα μου, γιατί κι εκείνη λάθος τα άκουσε κάποτε από κάπου, εσύ μην κάνεις τα ίδια λάθη κόρη μου, να μάθεις να είσαι κι άνθρωπος, να μάθεις και να θέλεις”…
Τώρα το ποιος έζησε καλά και ποιος καλύτερα δεν ξέρω, ξέρω μονάχα πως οι γυναίκες εκτός από γυναίκες, θα πρέπει να είναι κι άνθρωποι κι ετούτο που σας λέω, μάθετε το στα παιδιά σας, στους γιους σας και στις κόρες σας.