Κάθε άνθρωπος έχει τη θάλασσα του..
Γράφει η Ντέμη Κάργατζη
Χρόνια πριν, κάπου εκεί πίσω στο 1997, όταν καλά καλά δεν είχα ακόμη δόντια, συνήθιζα να ρωτάω τη μάνα μου: “πότε θα πάμε στη θάλασσα μας;” Έχοντας πάνω μου συγκεντρωμένη όλη την παιδική αφέλεια και άγνοια, έτεινα να πιστεύω πως κάθε άνθρωπος σ’ ετούτο τον πλανήτη, έχει από μια θάλασσα δική του.
Ήταν τόσες πολλές οι θάλασσες στα μάτια μου, που έφτασαν και περίσσευαν να έχει ο καθένας τη δική του. Κάθε φορά που μαζευόταν κόσμος στη θάλασσα μου, εγώ σαν δαιμονισμένο παιδάκι, πετούσα πέτρες και άμμο, να φύγουν όλο απ’ τη θάλασσα μου να μη μείνει κανείς. Με μάλωνε η μάνα μου και μου εξηγούσε πως η θάλασσα δεν μου ανήκει και πως σε κανέναν δεν μπορεί ν’ ανήκει.
Έκλαιγα εγώ, έσπαγα κουμπαράδες και μάζευα χρήματα για να μου αγοράσουν μια θάλασσα. Και γράμματα στον Αϊ Βασίλη πολλά. Να έχω μια θάλασσα δική μου, κατάδικη μου.
Ευτυχώς τα χρόνια πέρασαν. Εγώ απέκτησα δόντια και μια πιο σφαιρική άποψη για τον κόσμο. Άργησα αλλά το κατάλαβα πως καμιά θάλασσα δε μου ανήκει και πως ποτέ μου δεν επρόκειτο ν’ αγοράσω κάποια. Κι ευτυχώς δηλαδή που η θάλασσα δεν ανήκει σε κανένα κι είναι ελεύθερη.
Μέσα απ’ αυτό το γεγονός έκανα μια πολύ σημαντική παρατήρηση. Τη θάλασσα την προσέχεις, την επισκέπτεσαι, την αγαπάς, αν το θες. Δεν έχεις τίποτα να περιμένεις από κείνη παρά μόνο μερικές φουρτούνες και μερικές μπουνάτσες. Και καθόλου δεν διαφέρουν οι άνθρωποι που δεν αγοράζονται και δεν αποκτούνται. Είναι ελεύθεροι.
Έτσι λοιπόν, ίσως κι εσύ να είσαι η θάλασσα κάποιου και αυτός ο κάποιος να σ’ αγαπάει έτσι απλά, χωρίς ανταλλάγματα. Κι ίσως βέβαια απ’ την άλλη, να έχεις κι εσύ μια θάλασσα που την αγαπάς χωρίς να σου ανήκει. Κι όπως ακριβώς συνέβη με μένα, ίσως να έχεις κι εσύ εκείνη την αφέλεια μέσα σου, η οποία σε πονάει και σε πληγώνει.
Σε θλίβει το γεγονός πολλές φορές και σε τρομάζει κάποιες άλλες, να αισθάνεσαι κάποιον πολύ δικό σου, κατάδικο σου, αλλά να μην είναι. Να μην ξέρεις καν γιατί τον αγαπάς. Να μην ξέρεις καν, αν εκείνος θα μπορέσει ποτέ να σου ανταποδώσει την αγάπη που του έχεις. Κι ασχέτως με τις κουταμάρες της μάνας μου, εγώ τελικά βγαίνω αληθινή.
Κάθε άνθρωπος έχει τη θάλασσα του. Είναι αυτή η αχίλλειος πτέρνα του, που την αγαπά γιατί έτσι, τον πονά γιατί έτσι κι αυτό δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Τα αισθήματα δεν είναι πάντα αμοιβαία γιατί έτσι. Γιατί οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι. Κι όσο μεγαλώνω συνηθίζω στην ιδέα κι όλο λιγότερο με θλίβει η κατάσταση αυτή.
Εγώ ξέρω πως έχω πια τη θάλασσα μου κι έτσι ηρεμώ. Τουλάχιστον κατάφερα μ’ έναν τρόπο να εκπληρώσω την πιο δική μου παιδική αυταπάτη.