Εσύ γιατί δεν αγάπησες το σκοτάδι μου;
Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Και νόμιζες πως μ’αγαπάς.
Κι εγώ περίμενα τη μέρα που θα με κάνεις να σ’αγαπήσω.
Κι εγώ περίμενα τη μέρα που θα με κάνεις να μ’αγαπήσω.
Και συ περίμενες από μένα κι εγώ περίμενα από εσένα.
Εμένα περίμενα που μ’έχασα τόσα χρόνια κοντά σου.
Εμένα που δεν με ξαναβρήκα ποτέ.
Ένα σώμα που τρεμοσβήνει στον αγέρα, με μια ψυχή άδεια απ’τα κομμάτια που άφησες.
Χωρίς μιλιά πώς να μιλήσω, χωρίς φωνή πώς να ακουστώ;
Το κοριτσάκι ψάχνω εκείνο που αγάπησες, εκείνο τον άγγελο που τον μεταμόρφωσες σε διάολο, εκείνο που με όλα γελούσε και δεν φοβόταν τίποτα.
Εκείνον τον άγγελο που το μόνο της μυστικό ήταν πως αγαπούσε βαθιά κι απόλυτα.
Πλήγωσες το μυστικό μου γι αυτό δεν σε φοβάμαι πια.
Θα μπορούσα να σου πω ότι σ’αγαπώ, αλλά μου ράγισες την καρδιά μου κι ό,τι ραγίζει δεν κολλάει ξανά απόλυτα.
Και τώρα σαν διάολος σε ρωτάω, θα άντεχες να μ’αγαπήσεις ξανά απ’την αρχή;
Γιατί εγώ όλα τα άντεξα, όλα τα λείανα, όλα τ’αγάπησα.
Κι αγάπησα και σένα μ’όλες σου τις ατέλειες, μ’όλα τα σκοτάδια σου.
Εσύ γιατί δεν αγάπησες το σκοτάδι μου;
Γιατί φοβήθηκες και έκανες πίσω;
Γιατί δεν μ’αγάπησες αρκετά ώστε να χαθεί η θλίψη απ’το πρόσωπό μου.
Πού είσαι τώρα που εγώ φοβάμαι;
Πού είσαι πες μου, πού;
Γιατί εγώ ακόμη σε περιμένω κι ας φοβάμαι.