Γράφει η Κορίνα Παπαδοπούλου
Είναι στιγμές που προσπαθώ να βάλω έναν τίτλο στην γνωριμία μας. Νομίζω πως τον βρήκα. Θα λεγόταν «ο φόβος». Φοβήθηκες εσύ, να πεις τι θέλεις, τι νιώθεις, αν είσαι ερωτευμένος μαζί μου, αν μ’ αγάπησες ποτέ. Μα φοβήθηκα και εγώ. Φοβήθηκα τόσο πολύ μην σε χάσω.
Μη χάσω το λίγο που μου έδινες. Εκείνο το ελάχιστο, που σε στιγμές με κάνει ευτυχισμένη. Ξέρεις, αναρωτιέμαι αν ποτέ η καρδιά σου χτύπησε για μένα. Ερωτηματικά πολλά, που δεν θα απαντηθούν. Σου εύχομαι να μην νιώσεις ποτέ αυτόν τον πόνο τον πόνο της αμφιβολίας. Τι ήμουν, τι δεν ήμουν, τι ένιωσα, τι ένιωσες, τι σκέφτηκες, τι σκέφτηκα. Πονάει. Και ξέρω τι είναι αυτό που λένε όλοι.
Τις συμβουλές που ακούω καθημερινά «Πάνε παρακάτω, ξέχασε τον, δεν αξίζει, προχώρα». Ξέρεις όμως μάτια μου, το λένε τόσο εύκολο γιατί δεν είδαν αυτά που είδα εγώ. Δεν είδα το κομμάτι του εαυτού σου που είναι γλυκό, τρυφερό, που είναι σαν μικρό παιδί, που θέλει κι εκείνος να αγαπηθεί. Που φοβάται, που τρέμει μήπως και τον δουν οι άνθρωποι. Εκείνο το κομματάκι μέσα σου είναι που αγαπάω τόσο πολύ.
Για εκείνο το κομμάτι δεν μπορώ να τα παρατήσω. Δεν είναι πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, φυσικά και μπορώ, ίσως και καλύτερα από ότι με εσένα. Είναι που δεν θέλω. Και δεν θέλω να ξέρω πως ξημερώνει η μέρα και δεν υπάρχεις κάπου. Δεν θέλω να ξέρω πως οι εποχές περνάνε και δεν είσαι πουθενά στη ζωή μου. Δεν θέλω να ξέρω, το καταλαβαίνεις; Και κάποιες φορές αναρωτιέμαι σε νοιάζει; Σε νοιάζει αν με χάσεις; Σε νοιάζει αν δε με ξαναδείς; Σε νοιάζει αν με αγγίξεις ξανά; Τι σε νοιάζει τελικά;
 
						
						 
			 
						 
						 
																	 
																	 
																	 
																	 
																	 
																	 
																	 
																	