Γράφει η Κατερίνα Παπαδοπούλου
Δεν είναι κακό να είσαι φούσκα.
Ούτε το να μοιάζεις με όνειρο — αέρινο, λαμπερό, γεμάτο φως και υποσχέσεις.
Κακό είναι να κάνεις τον άλλον να πιστέψει πως είσαι κάτι παραπάνω απ’ αυτό.
Να τον πείσεις ότι δεν θα σκάσεις… και να το κάνεις μόλις σε ακουμπήσει.
Σε πλησίασα με αφέλεια.
Με αλήθεια.
Με την πίστη πως κάποιες παρουσίες στη ζωή δεν είναι περαστικές, δεν είναι στιγμιαίες.
Έκανα ένα βήμα — και έσκασες.
Όχι γιατί κάποιος σε πλήγωσε. Αλλά γιατί δεν ήσουν ποτέ φτιαγμένος για διάρκεια.
Ήσουν λέξεις. Εντυπώσεις.
Ήσουν το εφέ, το φίλτρο, το «κοίτα με πώς λάμπω».
Και εγώ;
Εγώ, μ’ ένα βλέμμα καθαρό, χωρίς δεύτερες σκέψεις,
έμεινα να σε κοιτάζω να χάνεσαι,
πριν καν προλάβω να σε νιώσω στ’ αλήθεια.
Το πρόβλημα δεν ήταν η φούσκα.
Ήταν το πόσο ήθελες να πείσεις τον εαυτό σου και εμένα, ότι είσαι κάτι παραπάνω.
Το πόσο έπαιξες το ρόλο της αγάπης, της οικειότητας, της συνέχειας…
και μόλις ήρθε η ώρα να επιβεβαιώσεις την υπόσχεση,
απλώς εξαφανίστηκες με τον αέρα.
Ξέρεις…
Ούτε εγώ περίμενα αιωνιότητες.
Αλλά περίμενα ειλικρίνεια.
Περίμενα να είσαι αυτό που έδειχνες.
Ή έστω να έχεις το θάρρος να πεις: «Είμαι φούσκα. Θα κρατήσω λίγο. Μην με αγαπήσεις.»
Όμως δεν το είπες.
Μου χάρισες ένα παραμύθι και με ξύπνησες στο πρώτο του κεφάλαιο.
Το κακό δεν ήταν ότι ήσουν μια φούσκα.
Ήταν που έσκασες πριν καν σε πιάσω.
