Βουτιά στις αναμνήσεις των 90’s (Μέρος Β)
Τα 100+1 πράγματα που σημάδεψαν τις ζωές μας στη Λευκωσία –και όχι μόνο- τη δεκαετία του ’90 και που τώρα πια ανήκουν στο πάνθεον του cult. Ένα νοσταλγικό ταξίδι με τη μηχανή του χρόνου…
Του Σπύρου Γιασεμίδη
51. Τις επισκέψεις με το Δημοτικό στο Μουσείο Αγώνος, δίπλα από την Αρχιεπισκοπή, του οποίου οι φωτογραφίες που έδειχναν εντελώς ωμά το μέγεθος της κτηνωδίας των βασανιστηρίων των Άγγλων, μας τραυμάτισαν ψυχολογικά πιο πολύ κι από το πιο scary horror movie.
52. Που ο ΑΝΤ1 κάθε Κυριακή η ώρα 21:00 είχε πάντα καλή ταινία και κάναμε διαπραγματεύσεις με τους γονείς μας, λόγω του ότι την επόμενη μέρα είχαμε σχολείο και έπρεπε να πάμε στο κρεβάτι γρήγορα, να μας αφήσουν να την δούμε. Μια φορά τον χρόνο έβαζε όλα τα Rocky (μέχρι το 5 είχαν φτάσει τότε) back-to-back σε συνεχόμενες Κυριακές.
53. Οι ελληνικές κωμικές σειρές όπως Οι Μεν και Οι Δεν (Τίμος προς Δάγκα: ‘Κολλητέ, δώσε ένα πεντοχίλιαρο!’), Της Ελλάδος τα Παιδιά (Χλαπάτσας: ‘Θα σας δείξω εγώ, θα δείτε τι θα πάθετε!’), Τα Μπακούρια (αξίζει να το βρείτε και να το δείτε μόνο και μόνο για τον Αλκίνοο Ιωαννίδη ο οποίος και πρωταγωνιστεί), Αραχτοί και Λάιτ, Σοφία Ορθή, Πάτερ Ημών, Οι Απαράδεκτοι και πολλές άλλες, οι οποίες μας χάρισαν ατέλειωτες ώρες γέλιου. Ορισμένες από αυτές δε, όπως για παράδειγμα Οι Μεν και οι Δεν, λόγω των αλλεπάλληλων επαναλήψεων και του διαχρονικού τους χιούμορ (τόσο διαχρονικό που κάθε επανάληψη φαντάζει σαν πρώτη προβολή), απέκτησαν καλτ φήμη και δημοτικότητα, ακόμα και στις νέες γενιές που γεννήθηκαν μεταγενέστερα της εποχής που προβλήθηκαν αρχικά οι εν λόγω σειρές. Τα εορταστικά χριστουγεννιάτικα επεισόδια των Μεν και Δεν και Της Ελλάδος τα Παιδιά είχαν την δική τους ξεχωριστή θέση στις καρδιές μας. Δεν ήταν μόνο το ότι έπαιζαν τα Χριστούγεννα, κάθε Χριστούγεννα. Τα συγκεκριμένα επεισόδια ήταν εμπλουτισμένα με υπέροχα, παλιά τραγούδια (τα οποία μάλιστα ερμήνευαν οι ίδιοι οι τραγουδιστές τους, σαν guest stars, όπως για παράδειγμα ο Κραουνάκης κι ο Μακεδόνας) τα οποία χαράχτηκαν στην μνήμη μας και, έτσι, όποτε τα ακούμε στο ράδιο μας στέλνουν πίσω, τότε όταν πρωτοπαίχτηκαν τα εν λόγω επεισόδια…
54. Το τραγούδι των Neighbours (‘Neighbours, everybody needs good neighbours…’) που τότε έπαιζαν καθημερινά στην τηλεόραση. Όχι πως βλέπαμε την σειρά δηλαδή (απευθυνόταν σε μεγαλύτερα ηλικιακά στρώματα) αλλά το τραγούδι το πετυχαίναμε (ή φαινόταν να μας πετυχαίνει το ίδιο!) σχεδόν κάθε φορά που προβαλλόταν η σειρά.
55. Τα American teen TV series που έπαιζαν από την τηλεόραση αμέσως μετά που σχολνούσαμε από το Λύκειο και επιστρέφαμε σπίτι για μεσημεριανό – Saved by the Bell, California Dreaming, Student Bodies και Fresh Prince of Bel Air αποτελούσαν ορισμένες από τις πιο αγαπημένες τέτοιες σειρές, των οποίων τα επεισόδια απολαμβάναμε να βλέπουμε back-to-back το μεσημέρι, κάποτε μόνοι μας και κάποτε με παρέα, και να ταυτιζόμαστε με τους πρωταγωνιστές και τις καταστάσεις που βίωναν. Αφού τις βλέπαμε κατευθείαν μετά το σχολείο (ούτε την στολή δεν προλαβαίναμε να βγάλουμε!) τις θεωρούσαμε σαν μια σινεματική του προέκταση, λόγω και του ότι οι πρωταγωνιστές ήταν συνομήλικοι μας. Όσο για τα theme songs τους, τα ξέραμε όλα απέξω!
56. Το IRC, στου οποίου τα chatrooms αλωνίζαμε και παίρναμε μια πρώτη γεύση από instant messaging και εικονική φιλία. Αρχικά εικονική, γιατί μετά που δινόταν ραντεβού, και νοουμένου ότι το γλυκό έδενε, μετουσιωνόταν σε πραγματική φιλία. Τα “nukes” που ρίχναμε σε chatrooms των οποίων τα άτομα ή τις συζητήσεις ή και τα δυο δεν γουστάραμε και το “ban” που μας γινόταν από τον administrator των συγκεκριμένων chatrooms όταν το κάναμε επανειλημμένα
57. Το κλασσικό τηλέφωνο με το κυλινδρικό dial που, όταν χρησιμοποιούσες το “0”, έκανε full κύκλο 360 μοιρών υπό τον ήχο του εσωτερικού μηχανισμού, τόσο στο πήγαινε όσο και στο έλα. Που είχαμε μόνο μια γραμμή και κάποιος μπορούσε να κρυφακούσει τη συνομιλία μας σηκώνοντας ένα δεύτερο τηλέφωνο μέσα στο σπίτι, αν και ο “κατάσκοπος” πάντα προδινόταν από ένα, σχεδόν ανεπαίσθητο “κλικ” που έκανε το δεύτερο τηλέφωνο όταν το σήκωνε, και για το οποίο είχαμε πάντα έννοια.
58. Τους παλιούς τηλεφωνικούς αριθμούς, των οποίων το prefix για να τηλεφωνήσεις σε άλλη πόλη είχε μπροστά του το “0” αντί το “2” (για Λευκωσία έβαζες “02”, για Λεμεσό “05” και ούτω καθεξής) και που δεν χρειαζόταν να βάλεις prefix αν τηλεφωνούσες σε αριθμό της ίδιας πόλης.
59. Τις γραφομηχανές, πριν την εμφάνιση των ηλεκτρονικών word processors. Που δεν είχαμε άλλη επιλογή για text alignment παρά μόνο το ‘Align Text Left’ ( ) και που φροντίζαμε εμείς να πάμε στην επόμενη γραμμή, manually, όταν η υφιστάμενη έφτανε στο τέλος της. Που δεν υπήρχε κουμπί “undo” και τα λάθη μας έπρεπε να τα διορθώνουμε μέσω μιας εκνευριστικής διαδικασίας που περιλάμβανε αφαίρεση κόλλας, tippex, επανατοποθέτηση κόλλας και κεντράρισμα των πλήκτρων για να συνεχίσουμε ΑΚΡΙΒΩΣ από ‘κει που μείναμε (η παραμικρή απόκλιση μεταφραζόταν σε παραπάνω λάθη οπόταν φτου κι απ’ την αρχή). Τον χαρακτηριστικό ήχο που έκαναν τα πλήκτρα όταν τα χτυπούσαμε και που η ευκρίνεια των αποτυπωμένων γραμμάτων εξαρτιόταν από ένα συνδυασμό του πόσο χρησιμοποιημένη ήταν η ταινία του μελανιού και πόσο έντονα χτυπούσαμε τα πλήκτρα.
60. Τις πρώτες φωτοτυπικές μηχανές, οι οποίες ήταν τεράστιες και έπαιρναν ένα ολόκληρο λεπτό για να κάνουν copy μια και μόνο (μαυρόασπρη) σελίδα. Άσε που τις πλείστες φορές, είτε θα κολλούσε η σελίδα και έπρεπε να ανοίξεις ολόκληρο το μηχάνημα για να την απεμπλέξεις, είτε η φωτοτυπία θα έβγαινε μουντζουρωμένη, μερικώς ή ολικώς.
61. Που, πριν να γίνουν mainstream οι φωτοτυπικές, χρησιμοποιούσαμε “λαδόκολλα” για να κάνουμε manual αντίγραφα των εγγράφων μας ή απλά για να ζωγραφίσουμε κάτι στο άσχετο και να το δούμε να ανατυπώνεται από κάτω – έτσι απλά, χωρίς λόγο, και για την πλάκα, όπως γίνονταν και τα πιο πολλά πράγματα τότε…
62. Τις “πομπούες”, που ήταν κάτι σαν πυρίτιδα τυλιγμένη σε άσπρο μαλακό χαρτί και που έσκαζε με κρότο όταν την έριχνες πάνω σε σκληρή επιφάνεια όπως πάτωμα, τοίχο κτλ. Όλο και κάποιο φίλο μας θα αιφνιδιάζαμε με τις συγκεκριμένες ή θα οργανώναμε ακόμα και “πόλεμο” όπου το παιχνίδι χόντραινε και οι ενέδρες έπεφταν σύννεφο, έχοντας σαν μοναδικό στόχο το να κατατροπώσουμε τους αντιπάλους μας. Αν πάλι δε, ο πόλεμος διεξαγόταν στο σχολείο, αποκτούσε χαρακτήρα ανταρτοπόλεμου (γινόταν δηλαδή συγκεκαλυμμένα) αφού ο κίνδυνος του να μας τσακώσουν και να μας στείλουν τιμωρία στη βιβλιοθήκη ήταν πολύ μεγάλος.
63. Που κάναμε “γκράφιτι” στα θρανία μας (στο Λύκειο πιο πολύ) χρησιμοποιώντας μαρκαδόρους, πένες, tippex και ότι άλλο υλικό ήταν ικανό να τα λερώσει, και που, σε τακτά χρονικά διαστήματα, μας έφερναν οι καθηγητές μπουκάλια με νέφτι για να τα καθαρίσουμε. Τόσες πολλές ήταν οι φορές που χρησιμοποιήσαμε νέφτι στα θρανία που η ξύλινη τους επιφάνεια διαβρώθηκε ανεπανόρθωτα!
64. Το Hemo (πορτοκαλί κουτί) και το Milo (πράσινο κουτί), τα οποία μας προέτρεπαν να πιούμε οι γιαγιάδες/παππούδες/γονείς μας ‘για να μεγαλώσουμε και να γίνουμε δυνατοί’.
65. Που κλέβαμε “χαρτούτσιες” από τον παπά μας, τις κόβαμε με μαχαίρι ούτως ώστε να απελευθερωθούν τα σκάγια, κολλούσαμε ένα ππιριλλί με speefix στο ακριβές σημείο του καψουλιού, μετά τις ρίχναμε στον αέρα και απομακρυνόμασταν. Το βάρος του ππιριλιού τραβούσε τις χαρτούτσιες προς τα κάτω και, κατά την πρόσκρουση τους με το έδαφος, το καψούλι έσκαγε και έκανε θόρυβο όμοιο με πυροβολισμό! Όταν μας έπιαναν στα πράσα ακούγαμε τον εξάψαλμο…
66. Το Piccadily και το μικρό του αδερφάκι, το “Piccadiloui” (το τελευταίο είχε και πάνω όροφο με μπιλιάρδα), σε απόσταση αναπνοής το ένα από το άλλο, και με τις επισκέψεις και στα δύο, με ή χωρίς σινεμά, να είναι τακτικότατες. Όπως και τα υπόλοιπα σφαιριστήρια, έτσι και αυτά ακολούθησαν την ίδια, φθίνουσα πορεία, με τ’ αγαπημένα μας μηχανούθκια να αντικαθιστώνται με μηχανές Photo Play Touch και το όλο concept του σφαιριστηρίου ως social club για τον νεαρόκοσμο των 80s και 90s να ρίχνει αυλαία.
67. Που ανοίγαμε τρύπα στη μέση ενός κέρματος, του περνούσαμε σπάγκο και επιχειρούσαμε να βάλουμε free credits στα μηχανούθκια με το να το τοποθετούμε στη σχισμή σαν κανονικό κέρμα και να το κατεβάζουμε, σιγά σιγά, ως το σημείο που ο μηχανισμός το αναγνώριζε και έδινε το credit – σε αυτό το σημείο το τραβούσαμε πάνω και ξανά κάτω και ξανά πάνω για να βάλουμε όσα πιο πολλά credits μπορούσαμε. Τις πλείστες φορές όμως, το κέρμα κολλούσε λίγο μετά το σημείο που έμπαινε το credit και, στην προσπάθεια μας να το απεγκλωβίσουμε, κοβόταν ο σπάγκος και το νόμισμα κατέληγε στο εσωτερικό, εκεί που δηλαδή έπρεπε να καταλήξει, νενομισμένα, in the first place!
68. Την “εβδομάδα εργασίας” στο Λύκειο, η οποία ήταν ένας θεσμός βάσει του οποίου έπρεπε να περάσεις μια ολόκληρη εβδομάδα “δουλεύοντας” σε μια εταιρεία της επιλογής σου, ούτως ώστε να πάρεις μια πρώτη γεύση από… βιοπάλη! Πως δεν παίρναμε;! Κανονίζαμε να πάμε να δουλέψουμε στη δουλειά του ενός από τους δυο γονείς μας και μετά… μην τον είδατε τον Παναή! Όταν γινόταν απρόοπτος έλεγχος από τους καθηγητές μας, ήμασταν πάντα δικαιολογημένοι απόντες – όλο και σε κάποιο “θέλημα” θα μας είχαν στείλει οι εργοδότες-γονείς μας. Ασχέτως ότι στην πραγματικότητα ήμασταν στο Picaddily και προσπαθούσαμε να κάνουμε ρεκόρ στο Wonder Boy!
69. Τον παλιό δρόμο Λευκωσίας-Πρωταρά, μέσω του οποίου περνούσες μέσα από τα διάφορα χωριά της ελεύθερης επαρχίας Αμμοχώστου (Ξυλοφάγου, Ξυλοτύμπου κτλ.) και μπροστά από τους καφενέδες τους, με τους ντόπιους να παρατηρούν τα περαστικά, λευκωσιάτικα αυτοκίνητα ωσάν να ήταν διαστημόπλοια φέροντας εξωγήινους από τον Άρη.
70. Τις “λαμπρατζιές”, τις οποίες στήναμε επιμελώς, εβδομάδες πριν το άναμμα τους, ανά γειτονιά, και που κλέβαμε ξύλα από λαμπρατζιές άλλων γειτονιών (και μας έκλεβαν κι αυτοί με τη σειρά τους!), γεγονός που μας ανάγκαζε να βάζουμε σκοπούς να φυλάνε την πολύτιμη ξύλινη πραμάτεια μας, ειδικά τις μέρες που οδηγούσαν στο Μεγάλο Σάββατο, αφού οι εν λόγω κλοπές αυξάνονταν κατακόρυφα όσο πιο πολύ πλησίαζε ο Καλός Λόγος. Οι λαμπρατζιές μας έπαιρναν οτιδήποτε ξύλινο – από κλαδιά και καρέκλες μέχρι τεράστια καρούλια σύρματος της ηλεκτρικής (χωρίς το σύρμα!). Τις “μινέρβες” (κροτίδες σε διάφορα μεγέθη, των οποίων η κεφαλή, η οποία λειτουργούσε σαν φυτίλι, άναβε τρίβοντας την πάνω σε σπιρτόκουτο, ακριβώς όπως τα σπίρτα, και έδινε ένα χρονικό παράθυρο πέντε με εφτά δευτερόλεπτα πριν να εκραγεί με εκκωφαντικό θόρυβο), που τις αγοράζαμε με τις σακούλες και τις ρίχναμε την περίοδο του Πάσχα – επικίνδυνη ενασχόληση, από την οποία όμως βγήκαμε, ευτυχώς, αλώβητοι…
71. Που στο σχολείο, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα βάζαμε όλοι στην τάξη από μια λίρα και χρησιμοποιούσαμε τα λεφτά για ν’ αγοράσουμε ένα μεγάλο, εποχιακό δώρο το οποίο και κληρωνόταν με τράβηγμα αριθμού από κουτί. Οι συγκεκριμένοι αριθμοί αντιστοιχούσαν στους αριθμούς του καταλόγου της τάξης, ο οποίος ακολουθούσε αλφαβητική σειρά οπόταν και ξέραμε αμέσως, ακούγοντας τον αριθμό, αν ήμασταν οι τυχεροί της κλήρωσης ή όχι. Συνήθως δεν ήμασταν αλλά αυτό δεν μας εμπόδιζε από το να λεηλατήσουμε το βραβείο, όποιος κι αν ήταν ο νικητής, αφού πάντα περιλάμβανε σοκολάτες και λοιπά γλυκά.
72. Που παίζαμε “μπουκάλα” στις σχολικές εκδρομές, όπου και καθόμασταν κύκλο και στη μέση στριφογυρίζαμε μια… μπουκάλα, περιμένοντας με αγωνία να σταματήσει για να δούμε ποιον θα έδειχνε το στόμιο της (που, στο συγκεκριμένο παιχνίδι, ήταν σαν να σε σημάδευε όπλο!) και ποιον η βάση της, με τον τελευταίο να “διατάζει” τον πρώτο να κάνει κάτι το οποίο ήταν εντελώς εκτός του “comfort zone” του – ήταν σαν το ‘truth or dare’, χωρίς όμως την επιλογή του ‘truth’! Κάποτε το παιχνίδι ήταν “fixed” αφού κανονίζαμε διακριτικά να καθίσουμε απέναντι από ένα φίλο μας ο οποίος ήταν σε διατεταγμένη αποστολή, συγκεκριμένα είχε εντολές να μας “διατάξει” να φιλήσουμε το κορίτσι της αρεσκείας μας! Το μόνο που έμενε μετά (και ήταν πέρα των δυνάμεων μας) ήταν να γυρίσει η μπουκάλα στη σωστή κατεύθυνση, να “κάτσει η φάση”..!
73. Όλα τα κέρματα/χαρτονομίσματα όταν το επίσημο νόμισμα μας ήταν η Κυπριακή Λίρα, αλλά πιο πολύ το “δεκασέλινο” πριν να γίνει κέρμα, τότε που ήταν πορτοκαλί χαρτονόμισμα. Μετά που μεταμορφώθηκε σε κέρμα έμοιαζε πολύ με τον αγγλικό του εταίρο, το νόμισμα των 50 πεννών και, καμιά φορά που επιστρέφαμε πίσω στην Αγγλία για τις σπουδές μας και τύχαινε να περισσεύουν στο πορτοφόλι μας και κυπριακά νομίσματα, μπερδεύαμε τα δυο στις συναλλαγές μας.
74. Τα παπούτσια Reebok Pump που έκαναν το ντεμπούτο τους κοντά στο τέλος του 1989 και τα οποία διέθεταν σύστημα φουσκώματος του παπουτσιού, σχεδιασμένο να μοιάζει με μπάλα του μπάσκετ, πάνω στη γλώσσα του παπουτσιού. Το συγκεκριμένο σύστημα χρησίμευε στο να φουσκώνει το εσωτερικό μέρος της γλώσσας και, κατ’ επέκταση, να παρέχει καλύτερο “κλείδωμα” γύρω από τον αστράγαλο. Δεν υπήρχε περίπτωση να παίζαμε μπάσκετ στη γειτονιά χωρίς να τα φοράμε – αν φορούσαμε οποιοδήποτε άλλο αθλητικό παπούτσι και οι αντίπαλοι μας μόστραραν τα καινούρια τους Pumps τότε η ψυχολογία μας έπεφτε κατακόρυφα, αφού νιώθαμε ότι διέθεταν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν placebo effect αλλά, όταν φοράγαμε τα συγκεκριμένα παπούτσια, νιώθαμε ότι πηδούσαμε πολύ πιο ψηλά παρά με οποιοδήποτε άλλο παπούτσι και, έτσι, τα καρφώματα είχαν την τιμητική τους…
75. Που στα μαθήματα της Γυμναστικής και της Μουσικής στο Γυμνάσιο/Λύκειο έπρεπε να ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕΙΣ για να πάρεις βαθμό χαμηλότερο του Α/19 αντίστοιχα.
76. Που στο Λύκειο έπρεπε να επιλέξεις μεταξύ τεσσάρων ακαδημαϊκών κατευθύνσεων, αναλόγως με το τι αντικείμενο ήθελες να σπουδάσεις μετά το πέρας του Λυκείου ή απλά βάσει του ποια μαθήματα γούσταρες πιο πολύ. Οι κατευθύνσεις αυτές ήταν το Κλασσικό, για τους φίλους του λόγου (prexif τάξης: “1”), το Πρακτικό, για εκείνους που αρέσκονταν σε Φυσική, Χημεία και λοιπές θετικές επιστήμες (prexif τάξης: “2”), το Οικονομικό, για τους “λάτρεις” της Λογιστικής και των Μαθηματικών (prexif τάξης: “3”) και, τέλος, το διαβόητο Εμπορικό, για τους φαν της Πολιτικής Οικονομίας (λέμε τώρα!) (prexif τάξης: “4”). Τέσσερα λυκειακά “off-the-shelf” τριετή πακέτα, με συγκεκριμένα μαθήματα στο καθένα, και χωρίς δικαίωμα τροποποίησης. Μετά, το Λύκειο έγινε “Ενιαίο”, απέκτησε πιο “mix-and-match” χαρακτήρα όσο αφορά την επιλογή μαθημάτων κατεύθυνσης και τα πράγματα έγιναν πιο περίπλοκα…
77. Τους τηλεφωνικούς διαγωνισμούς της Golden Telemedia (“090”), στους οποίους έπρεπε να απαντήσεις σε πέντε ερωτήσεις γενικών γνώσεων, με κάθε σωστή απάντηση να επιβραβεύεται με 5 βαθμούς και για κάθε 25 βαθμούς να δικαιούσαι να κάνεις εξαργύρωση με ένα CD τελευταίας κυκλοφορίας, ελληνικής ή ξένης μουσικής.
78. Που ήταν της μόδας το κούρεμα “undercut-κουρτινούες” για τα’ αγόρια και που οι παραπάνω μας το υιοθετήσαμε, έστω και μια φορά, όταν ήμασταν μαθητές, θέλοντας να δείχνουμε “in”.
79. Που το aircondition στα αυτοκίνητα θεωρείτο πολυτελές extra και τα παραπάνω αυτοκίνητα δεν το είχαν – αλήθεια, πώς αντέχαμε το καλοκαίρι, κάτω από τον ανυπόφορο κυπριακό ήλιο, να διανύουμε έστω και πέντε λεπτά σ’ ένα αυτοκίνητο χωρίς aircondition, απλά με ανοιχτά τα παράθυρα (στο highway ήταν πιο υποφερτή η κατάσταση λόγω του δροσερού αέρα που δημιουργούσε η ταχύτητα, αλλά στην κίνηση της πόλης τα πράγματα ήταν αλλιώς!);! Μιλώντας για παράθυρα, θυμάστε πώς άνοιγαν; Πριν να καθιερωθεί το ηλεκτρικό άνοιγμα του παραθύρου, η εν λόγω διαδικασία γινόταν χειροκίνητα, με το γύρισμα ενός χερουλιού (το οποίο μάλιστα κολλούσε κάποτε, σπάζοντας μας τα νεύρα ακόμα παραπάνω, ειδικά χωρίς aircondition και μπλεγμένοι σε καλοκαιρινή κίνηση, μέρα-μεσημέρι!)
80. Στην τάξη, που τραβούσαμε την μύτη μιας πένας Big για ν’ αφαιρέσουμε το εσωτερικό που κρατούσε το μελάνι, μετά βγάζαμε το πισινό καπάκι και χρησιμοποιούσαμε το κενό πλαστικό περίβλημα για εκτόξευση χάρτινων μπαλίτσων. Τυλίγαμε μικρά κομμάτια χαρτιού (τα οποία κόβαμε από τα σχολικά βιβλία/τετράδια μας!) σε τέτοιο μέγεθος που να μπορούσαν να κινηθούν με άνεση μέσα στο πλαστικό “κανόνι” μας και, αφού τοποθετούσαμε το στόμα μας στην άκρη που, μέχρι πρότινος βρισκόταν η μύτη της πένας, φυσούσαμε με όση δύναμη διέθεταν τα πνευμόνια μας και στέλναμε την “κανονόμπαλα” μας πάνω σε σβέρκα ανυποψίαστων συμμαθητών (οι οποίοι μετά έμπαιναν κι αυτοί στο παιχνίδι, αναγκαστικά!) ή, αν δεν πιάναμε καλό σημάδι, πάνω σε, ακόμα πιο ανυποψίαστους, καθηγητές (οι οποίοι δεν έμπαιναν στο παιχνίδι, ούτε κι έδειχναν να το καταλαβαίνουν!!)
81. Που κάθε φορά που ήταν να πάμε εκδρομή με το σχολείο, η δασκάλα/καθηγήτρια μας μάς έδινε τις επιλογές για το μεσημεριανό φαγητό, γράφοντας τις στον πίνακα, και μας ζητούσε να δηλώσουμε ο καθένας τι θέλει για να βάλει την παραγγελία της τάξης. Για κάθε παραγγελία σημείωνε και μια γραμμή κάτω από κάθε επιλογή και, για κάθε πέντε γραμμές, οι πρώτες τέσσερις ήταν κάθετες και η πέμπτη οριζόντια και έτεμνε όλες τις υπόλοιπες, όπως ακριβώς κάναμε και στις εκλογές της τάξης όταν μετρούσαμε τους ψήφους του κάθε υποψήφιου. Τα σουβλάκια μπορούσες να τα παραγγείλεις, εκτός μέσα στην εθιμοτυπική πίτα, και ‘στο πιάτο με πατάτες και σαλάτα’, με την πιο ακριβή επιλογή να είναι το καλαμαράκι-ροδέλες (που συνήθως ήθελες σιγατσάκι για να το κόψεις).
82. Το παλιό αεροδρόμιο Λάρνακας – το γεγονός ότι ήταν τόσο μικρό, σε συνδυασμό με το ότι είμαστε “Κυπραίοι”, μεταφραζόταν σε πανδαιμόνιο πολλών ντεσιμπέλ, προϊόν των συνομιλιών των ταξιδιωτών και των συνοδών τους στην αναμονή για check-in. Τον πάνω όροφο, που φιλοξενούσε τα εστιατόρια και τα cafes τα οποία τιμούσαμε πριν αποχαιρετίσουμε γονείς/συγγενείς/φίλους/το amore έξω από τον έλεγχο διαβατηρίων. Τα θρυλικά Duty Free shops (ή, κατά τον κλασσικό Κυπραίο, ‘κιούτι φρι’) τον καιρό που όντως ήταν duty free (πιο φτηνά δηλαδή). Που δικαιούμασταν μόνο μια κούτα τσιγάρα όταν ταξιδεύαμε, φοιτητές, για Αγγλία, και που πάντα το ρισκάραμε και παίρναμε αρκετές κούτες παραπάνω μαζί μας (μιας και τα τσιγάρα στην Αγγλία, την τότε εποχή, κόστιζαν πέντε φορές όσο στην Κύπρο), ρισκάροντας την κατάσχεση τους από τους Άγγλους τελωνιακούς. Την επιβίβαση στα αεροσκάφη μέσω σκάλας, αφού πρώτα διανύαμε τον αεροδιάδρομο, είτε οδικώς, είτε με μίνι-λεωφορείο, για να φτάσουμε σε αυτή, αντί μέσω “φυσούνας” όπως γίνεται τώρα.
83. Τον πρώην κρατικό αερομεταφορέα μας, την Cyprus Airways, και το αίσθημα οικειότητας που νιώθαμε όταν πετούσαμε με το Αγρινό. Το κλασσικό σποτάκι του ΚΟΤ που έπαιζε κατά την προσγείωση και έδειχνε τις ομορφιές της Κύπρου μας. Το χειροκρότημα των Κυπραίων επιβατών, επίσης κατά την προσγείωση (φυσικά το τελευταίο ίσχυε, και ακόμα ισχύει, σε οποιαδήποτε πτήση επιβαίνουν Κυπραίοι, και όχι μόνο σε εκείνες της Cyprus Airways). To audio entertainment system των αεροσκαφών, που μέσα στις επιλογές του είχε και selection από ελληνικά pop τραγούδια, και τα οποία λειτουργούσαν σαν ορεκτικό της διάθεσης μας, προ των πυλών της επιστροφής μας στην Κύπρο, όταν ήμασταν φοιτητές. Που, το 2002, εντάχθηκαν στον στόλο της Cyprus Airways τα νέα Airbus 330, στα οποία κάθε επιβάτης είχε τη δική του, προσωπική οθόνη στο μπροστινό κάθισμα, στην οποία μπορούσε να επιλέξει την ταινία της αρεσκείας του (δυο για τις inbound πτήσεις και δυο για τις homebound), σε αντίθεση με τα πιο παλιά Airbus 320, στα οποία οι οθόνες ήταν “σπαρμένες” κατά μήκος του διαδρόμου και έπρεπε να αρκεστείς στο έργο που παιζόταν, ίδιο για όλους τους επιβάτες. Όταν ταξιδεύαμε για Λονδίνο και πίσω, παρακαλούσαμε να πετάξουμε με 330 αντί με 320, αφού ήταν θέμα τύχης με ποιο αεροπλάνο θα πραγματοποιείτο η πτήση σου, μιας και οι ίδιες πτήσεις Λάρνακα-Λονδίνο-Λάρνακα δεν χρησιμοποιούσαν πάντα τα ίδια αεροπλάνα. Που όλο και κάποιον αεροσυνοδό θα ξέραμε, είτε από προηγούμενες μας πτήσεις, είτε από το σχολείο, είτε από κοινές παρέες, και που πιάναμε την κουβέντα όταν το σήμα για τις ζώνες ασφαλείας έσβηνε και μπορούσαμε να κινηθούμε ελεύθερα μέσα στο αεροπλάνο.
84. Τα αυτόματα κέντρα εξυπηρέτησης πελατών της Λαϊκής Τράπεζας καθώς και της Τράπεζας Κύπρου (υπήρχε ένα στην πρόσοψη του Capital Centre, ακριβώς πάνω στη διασταύρωση της Λεωφόρου Μακαρίου με την Ευαγόρου, κι ακόμη ένα, ακριβώς δίπλα από τα headquarters της Λαϊκής, στην αρχή της Λεωφόρου Αθαλάσσας), τα οποία ήταν προσβάσιμα 24/7 με την κάρτα της εκάστοτε τράπεζας, δεν είχαν υπάλληλους και μπορούσες να διενεργήσεις ένα ευρύ φάσμα συναλλαγών μέσω των διαφόρων μηχανημάτων (τώρα, οι παραπάνω τέτοιες συναλλαγές έχουν κεντροποιηθεί και διενεργούνται μέσω των ATMs), το πιο “διασκεδαστικό” εκ των οποίων ήταν το μηχάνημα που διαχώριζε, μετρούσε και, τέλος, κατέθετε τα κέρματα που έμπαιναν σε μια μεγάλη, κωνοειδή υποδοχή.
85. Οι ολονύχτιες διαμαρτυρίες για το ψευδοκράτος στο Λήδρα Πάλας, οι οποίες ξεκινούσαν αργά το απόγευμα της 14ης Νοεμβρίου και τελείωναν το πρωί της 15ης. Δεν χάσαμε ούτε και μια από τις τρείς τέτοιες διαμαρτυρίες στο Λύκειο, μερικώς λόγω των πιστεύω μας και μερικώς επειδή όσοι συμμετείχαν στην εν λόγω διαμαρτυρία έπαιρναν απαλλαγή την επόμενη μέρα από το σχολείο, τάχα για να κοιμηθούν. Δεν κοιμόμασταν. Αντ’ αυτού, πηγαίναμε όπως ήμασταν, ολόμαυροι από την καπνίλα των φωτιών που έκαιγαν την προηγούμενη νύχτα, και πειράζαμε αυτούς που έμειναν πίσω και έπρεπε να περάσουν την μέρα στο σχολείο.
86. Την Pizza Mia (εκεί που τώρα βρίσκεται η μουσική ταβέρνα Πιρόγα) με το all-you-can-eat μπουφέ της – όντας πανούργοι, πληρώναμε οι μισοί της παρέας για μπουφέ, υπερφορτώναμε τα πιάτα μας και ταΐζαμε και τους άλλους μισούς, μοιράζοντας μετά τον λογαριασμό μεταξύ μας, άρα μας ερχόταν μισοτιμής το μπουφέ! Μετά από ορισμένες επιτυχείς τέτοιες απόπειρες, μας τσακώνανε και μας ανάγκαζαν να πληρώσουμε όλοι, οπόταν και, κατόπιν λογομαχίας (λόγω περισσής τεστοστερόνης και παρουσίας κοριτσιών), αποχωρούσαμε και επιστρέφαμε μετά την πάροδο ενός cool-down period, ελπίζοντας πως, είτε θα μας είχαν ξεχάσει, είτε ο υπάλληλος με τον οποίο διαπληχτιστήκαμε δεν θα ήταν εκεί.
87. Τα internet cafes, τότε που το internet στο σπίτι, είτε ήταν απελπιστικά αργό, είτε δεν υπήρχε καθόλου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Planet Café στην Ακρόπολη, κοντά στην είσοδο του πάρκου της Ακρόπολης, σχεδόν απέναντι από το Marks & Spencer, το οποίο διέθετε, πέρα του γρήγορου internet, και πληθώρα παιχνιδιών.
88. Το dial-up internet, μέσω του οποίου ενωνόμασταν στο internet με modem που συνδεόταν στην γραμμή του τηλεφώνου και, έτσι, το τηλέφωνο καθίστατο κατειλημμένο για όση ώρα εμείς σερφάραμε (με τις τότε ταχύτητες μάλλον μπουσουλούσαμε) στο internet. Κάθε σφύριγμα και κουδούνισμα που έκανε το modem όταν προσπαθούσε να ενωθεί, αντηχεί στ’ αυτιά του μυαλού μου τόσο γλαφυρά όσο και τότε που περίμενα υπομονετικά να ολοκληρωθεί η σύνδεση για να αφεθώ στο information superhighway (ok, τότε ήταν πιο πολύ απλό highway παρά super αλλά την δουλειά μας την κάναμε!). Υπομονή χρειαζόταν επίσης στο φόρτωμα της κάθε σελίδας – αν ήσουν τυχερός και είχε μόνο text τότε δεν έπαιρνε πολύ, αν είχε όμως και εικόνες τότε αυξανόταν κατακόρυφα ο χρόνος αναμονής. Το φόρτωμα/αποκάλυψη τέτοιων σελίδων γινόταν σταδιακά, αρχίζοντας από πάνω και προχωρώντας προς τα κάτω, με τις εικόνες να εμφανίζονται σε δόσεις και εμάς να μην παίρνουμε τα μάτια μας από την όλη διαδικασία.
89. Τα τσιγάρα Davidoff και West, τα οποία δεν πωλούνταν στην Κύπρο, παρά μόνο στα Duty Free των αεροδρομίων, και όταν πήγαινε κάποιος ταξίδι και επέστρεφε με κούτες από τα συγκεκριμένα, γινόταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος ανάμεσα στους καπνιστές της παρέας.
90. Τα “Μίκυ Μάους” που διαβάζαμε (σε έντυπη μορφή τότε) όπως Αλμανάκο, Σούπερ Μίκυ, Αστερίξ, Λούκυ Λούκ, Ιζνογκούντ, Βαβούρα, Αντιρίξ και Συμφωνίξ, και πολλά άλλα τα οποία, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, ούτε εμείς αλλά ούτε κι οι γονείς μας, οι οποίοι θεωρούσαν πως χάνουμε τον χρόνο μας διαβάζοντας τα, μας εμπλούτιζαν το λεξιλόγιο μας και μας καλλιεργούσαν τόσο την ευγλωττία όσο και την ευφράδεια του λόγου μας. Σημαντικό ρόλο έπαιζε το ότι οι σύνθετες/πολύπλοκες λέξεις, ή ακόμα κι εκείνες που ήταν σημαντικές στην κατανόηση της πλοκής, ήταν μαυρισμένες και αυτό τις ξεχώριζε από τις υπόλοιπες, με αποτέλεσμα το υποσυνείδητο να τις αντιλαμβάνεται πιο έντονα και να τις καταχωρεί πιο αποτελεσματικά. Δεν υπήρχε ποτέ έλλειψη φρέσκου υλικού γιατί ανταλλάζαμε τα διαβασμένα μας Μίκυ Μάους με τα διαβασμένα των φίλων μας.
91. Τα πατατάκια Γουρουνίτσα, Βρακάς, Πιτσίνια, Πακοτίνια και Mexicana Pizza, τα οποία πωλούνταν τόσο στις καντίνες των σχολείων όσο και στα περίπτερα και τα οποία φιγούραραν πολύ ψηλά στην καθημερινή διατροφική μας πυραμίδα.
92. Τους “χυμοπώληδες” στο Nissi Beach που πουλούσαν “sexy juice”, που στην ουσία ήταν πάγος ποτισμένος με σιρόπια φρούτων και τίγκα στα χρωστικά. Παρ’ όλα αυτά, κάτω από τον καυτό ήλιο του κυπριακού καλοκαιριού, κάθε γουλιά αποτελούσε και μια μικρή δόση από όαση, ένα δροσιστικό break από την πύρινη κόλαση των 40 βαθμών υπό σκιά.
93. Το βιβλίο ‘Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου’, το οποίο έπρεπε να διαβάσουμε στο Γυμνάσιο και να γράψουμε την περίληψη του. Περιμέναμε όλοι τον καλύτερο μαθητή της τάξης να το κάνει, μετά παίρναμε την περίληψη του, την παραφράζαμε και, προς μεγάλη ευχαρίστηση (καθώς και έκπληξη!) της καθηγήτριας μας, παραδίδαμε όλοι τις περιλήψεις μας και στην ώρα τους!
94. Το “ταμιευτήριο” που βάζαμε στο Δημοτικό κάθε Δευτέρα πρωί με το μπλέ δευτεράκι ανά χείρας το οποίο απεικόνιζε ένα κουμπαρά και το ρητό ‘Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι’ στο εξώφυλλο του. Ούτε που θυμάμαι τι απέγιναν εκείνα τα λεφτά με το πέρας του σχολείου – εσείς;
95. Τις συμβατικές φωτογραφικές μηχανές με φιλμ, πριν έρθουν στο προσκήνιο οι digital cameras. Την αγωνία που είχαμε ώσπου να μας εμφανίσει το φιλμ ο φωτογράφος για να δούμε αν “πέτυχαν” οι φωτογραφίες, ειδικά όταν επιστρέφαμε από τις διακοπές μας. Όταν επιτέλους τις παραλαμβάναμε, η ανασκόπηση των απεικονιζόμενων στιγμών είχε παραπάνω αξία γιατί τις βλέπαμε για πρώτη φορά και αρκετό καιρό μετά που οι συγκεκριμένες στιγμές είχαν βιωθεί. Το αίσθημα του ότι είχαμε την ευκαιρία μιας λήψης και μόνο αντί απεριορίστων, όπως γίνεται σήμερα με τις digital cameras, οπόταν και υπήρχε μια πιο “ρομαντική” σχέση με το shutter button, σε αντίθεση με την σημερινή κατάχρηση του στην οποία επιδιδόμαστε.
96. Το Pavillion, όταν λειτουργούσε μέσα στην Κρατική Έκθεση (εξ ου και το όνομα του που σημαίνει “περίπτερο εκθεσιακού χώρου”) και δεν νοείτο να περνούσες την παραμονή Πρωτοχρονιάς (αφότου ο χρόνος πρώτα γύριζε στο σπίτι με την οικογένεια) οπουδήποτε αλλού. Ο Χριστάκης a.k.a. “Η Σκούπα” που, αφού τα γαρύφαλλα έπεφταν βροχή πάνω στον αμίμητο Αλόχα, έκανε την εμφάνιση του στην πίστα και τα σκούπιζε με ταχύτητα μυδραλιοβόλου. Σπάνιζε να περάσει νύχτα στο Pavillion χωρίς να σημειωθεί καυγάς μεταξύ θαμώνων.
97. Τα επιτραπέζια παιχνίδια όπως Subbuteo και Hotel (πέραν της κλασσικής Μονόπολης), τα οποία γέμισαν ευχάριστα αρκετά από τ’ απογεύματα μας, κάποτε και νύχτες μας.
98. Τα φορητά CD-players, τα οποία παίρναμε μαζί μας σχεδόν παντού και ταξιδεύαμε υπό τους ήχους της τότε εποχής. Οι έξτρα μπαταρίες ήταν must αφού προσέχαμε πάντα να μην ξεμείνουμε από μουσική. Το παραμικρό τράνταγμα πάγωνε προσωρινά την μουσική αφού μετατοπιζόταν το laser που διάβαζε το СD, οπόταν το ν’ ακούς μουσική στο αυτοκίνητο (συνήθως στο πίσω κάθισμα, όταν πηγαίναμε οικογενειακές εκδρομές) καταντούσε εκνευριστικό! Πριν από τα CD-players ήταν τα walkmans, τα οποία έπαιρναν κασέτα. Όταν η μαγνητική λωρίδα της κασέτας έβγαινε από τη θέση της, την τυλίγαμε πίσω με τη βοήθεια ενός μολυβιού ή πένας που τοποθετούσαμε σ’ ένα από τα δύο “γρανάζια” της κασέτας.
99. Την επίδειξη κοτσιών και τεστοστερόνης το καλοκαίρι στα “caves” του Κάβο Γκρέκο, όπου και στεκόμασταν γραμμή στο πιο ψηλό σημείο και 1, 2, 3 καρδιοχτύπια μετά πηδούσαμε στο κενό διατηρώντας τέλεια, κατακόρυφη φόρμα για ν’ αποφύγουμε να χτυπήσουμε, είτε τον πισινό μας είτε, ακόμη χειρότερα, τον μπροστινό μας! Όποιος “πάγωνε” και δεν πηδούσε με τους υπόλοιπους θεωρείτο “κότα” και έτρωγε φοβερό πείραγμα, ίσως πιο οδυνηρό ακόμα κι από την ίδια την πρόσκρουση με το νερό.
100. Το Dairy Queen, μεταξύ της λεωφόρου Μακαρίου και της Πλατείας Ελευθερίας, το οποίο και αποτελούσε τον προπομπό των cafes της Μακαρίου ως τόπος σύναξης του νεαρόκοσμου.
101. Τις μπότες Wehrmacht και Dr. Martens (τα λεγόμενα “Μαρτίνια”), οι οποίες φορέθηκαν όσο κανένα άλλο υπόδημα την δεκαετία του ’90. Αν μη τι άλλο, μας ψήλωναν και 4-5 πόντους!