Γράφει η Ελένη Σάββα
Σου χαμογελούσα, μα εσύ κοιτούσες αλλού. Αλήθεια, πού να είχες στραμμένο το βλέμμα σου εκείνη την ώρα; Έψαχνα. Εψαχνα να δω τί σου φαίνεται τόσο όμορφο κι ενδιαφέρον. Έψαχνα καιρό, μα δεν το βρήκα. Δεν ήταν και σωστό να ρωτήσω βλέπεις, δεν ρωτάμε ποτέ γιατί μας απορρίπτει κάποιος.
Γι’αυτό ίσως και να έμεινε μέσα μου ριζωμένος ο πόνος. Γιατί ποτέ δεν ρώτησα και ποτέ δεν απάντησες. Γιατί ποτέ δεν βρήκα την απάντηση κάπου. Γιατί δεν με κοίταξες. Δεν με κοίταξες ενώ εγώ χαμογελούσα κι ήθελα να σου δώσω όλη την αγάπη του κόσμου σε μια μόνο μάτια.
Ήταν που ήθελα απλώς να με κοιτάξεις εκείνη τη μέρα, μα δεν το έκανες. Το χαμόγελο μου δεν έσβησε, έγινε όμως ξαφνικά λυπημένο.
Ένα λυπημένο χαμόγελο, έχεις δει ποτέ ένα τέτοιο; Το αναγνωρίζεις εύκολα. Έτσι ήταν το δικό μου. Μα εσύ δεν το πρόσεξες. Δεν ήθελες μάλλον να το προσέξεις.
Το λυπημένο μου χαμόγελο έμεινε εκεί, ασάλευτο, αρκετή ώρα. Δεν ήξερα τί ακριβώς έπρεπε να κάνω. Να φύγω; Να περιμένω μήπως γυρίσεις προς εμένα;
Σε σκεφτόμουν, σκεφτόμουν το βλέμμα σου που δε συναντήθηκε με το δικό μου. Αλήθεια αναρωτιέμαι πώς μπορούν οι άνθρωποι να σκέφτονται τόσο πολύ πράγματα ανούσια.
Απορούσα πια όχι μαζί σου, μα με τον εαυτό μου. Γιατί από την ώρα εκείνη, ξαφνικά τα πάντα γύρω μου έγιναν γκρίζα. Όχι ότι είναι άσχημο το γκρίζο. Το συμπαθώ, όπως όλα τα χρώματα άλλωστε. Μα δεν είναι και το αγαπημένο μου.
Και τελικά όντως δεν χρειαζόμουν τη ματιά σου για να αποκτήσουν όλα χρώμα ξανά. Μετά από χίλια δυο γράμματα αγάπης και πόνου, μόνο τότε όλα έγιναν ξανά πολύχρωμα. Τον αγαπώ τον κόσμο όταν είναι πολύχρωμος και ζωντανός, το ξέρεις; Μ’αρέσει πιο πολύ.
Κι από τότε που εσύ δεν με κοίταξες, εγώ υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως κανένα βλέμμα δεν θα ορίσει ξανά τον κόσμο μου, ούτε θα διώξει το χαμόγελο μου, το αληθινό χαμόγελο μου. Αποφάσισα πως η καρδιά αξίζει πολλά περισσότερα από ένα βλέμμα. Αξίζει αγάπη.
