Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Δεν θέλω να σου μιλήσω, τελείωνε φύγε από την μέση θέλω να βγω έξω να πάρω αέρα, δεν μπορώ άλλο, φύγε σου λέω από την μέση. Έκανες στην άκρη κοιτώντας με στα μάτια με ένα αδιόρατο συναίσθημα, ήταν νεύρα, στεναχώρια, μεταμέλεια; Δεν ξέρω, ακόμα δεν έχω καταλάβει. Βγήκα έξω να κάνω ένα τσιγάρο να ηρεμήσω, είχα φουντώσει πάρα πολύ και δεν ήθελα ούτε να σε βλέπω.
Κοντεύαμε τους 5 μήνες συγκατοίκησης και τα νεύρα και των δυο μας δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Μας έτρωγε λίγο λίγο η ρουτίνα. Κάθε βράδυ τα ίδια, ξυπνούσαμε το πρωί και κάθε μέρα ήταν μια επανάληψη της προηγούμενης. Δεν θέλαμε πολύ να αρπάξουμε φωτιά, μέρες τώρα η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι.
Κάπνιζα και άκουγα μουσική κοιτώντας τον ουρανό και καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να ηρεμήσω τα φουντωμένα νεύρα μου. Άκουσα την μπαλκονόπορτα να ανοίγει και βγήκες έξω. Ήρθες και έκατσες δίπλα μου χωρίς να μιλάς, δεν σου μίλησα ούτε εγώ. Κάποια στιγμή έπειτα από ώρα σηκώθηκες και στάθηκες μπροστά μου με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά σου. “Μπορείς να μου πεις τι στο καλό έπαθες βραδιάτικα;” μου είπες.
Δεν ξέρω ακριβώς τι είχε συμβεί εκείνη την ημέρα. Λίγο που δεν βγαίναμε πολύ, λίγο που ακύρωσες άλλη μία έξοδο, λίγο που ήξερα ότι και αυτό το βράδυ θα ήταν μία ανιαρή επανάληψη όλων όσων έχουν περάσει, δεν άργησα να φουντώσω και η κατάσταση πήρε άσχημη τροπή.
Τι να έχω δηλαδή; Δεν σου φτάνει που κάθε μέρα όλη μέρα κάνουμε τα ίδια και τα ίδια; Πάλι σήμερα μία από τα ίδια θα κάνουμε. Βαρέθηκα. Με κοίταξες αμίλητος και γύρισες το κεφάλι σου από την άλλη. Φούντωσα ακόμα παραπάνω. Μα καλά δεν έχεις να πεις κάτι; Δεν μίλησες απλά με κοίταξες. Πήρα τα πράγματα μου και πήγα στο δωμάτιο να ξαπλώσω, με ακολούθησες από πίσω.
Ξάπλωσα και δεν σου είπα καληνύχτα παρά μονάχα σου γύρισα την πλάτη και προσπάθησα να κοιμηθώ. Καμιά ώρα μετά που στριφογυρνούσα άγρυπνη από την υπερένταση, ήρθες και εσύ και ξάπλωσες γυρνώντας μου την πλάτη. Δεν περίμενα κάτι άλλο, αλλά νευρίασα ακόμα περισσότερο.
Σε μία προσπάθεια μου να απομακρυνθώ κι άλλο από εσένα, κατά λάθος, ακούμπησαν τα πόδια μου τα δικά σου.
Αργά αλλά αποφασιστικά και οι δυο μας γυρίσαμε και κοιταχτήκαμε. Σου χαμογέλασα δειλά και μου χαμογέλασες και εσύ, άνοιξες τα χέρια σου ως δείγμα ειρήνης και εγώ χώθηκα στην αγκαλιά σου. Σε πέντε λεπτά είχαμε κοιμηθεί…